Αισχίνης | αισχύνη
αγονία = στειρότητα, ακαρπία, αφορία | αγωνία
αγνεία: βλ. άγνοια
άγνοια | αγνεία = αγνότητα
αγωνία: βλ. αγονία
αθλητίατρος ( = γιατρός των αθλητών) και όχι αθλίατρος (= γιατρός των άθλων!)
ακατονόμαστος και όχι ακατανόμαστος
αλιτήριος = πονηρός, κατεργάρης | αλίτης, ο = το ορυκτό αλάτι | αλήτης | αλυτάρχης
αλείφω | αλοιφή