Ορισμοί λέξεων και εννοιών (Άρης Γιαβρής)

Αβάσιμος (λογική: για συμπεράσματα, απόψεις): Η γνώμη ή το συμπέρασμα που δεν βασίζεται, σε εξακριβωμένα τεκμήρια ή σε αληθείς προκείμενες.

Αγορά (οικοvομία): Το σύστημα που επιτρέπει στους πωλητές και τους αγοραστές να συναλλάσσονται με χρήματα ανταλλάσσοντας κάθε είδους αγαθά, υπηρεσίες και πληροφορίες.

Αγύρτης (ο): Αυτός που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων και ικανοτήτων τις οποίες στην πραγματικότητα δεν έχει (= τσαρλατάνος, απατεώνας).

Αγχέμαχο όπλο: Όπλο με το οποίο μάχεται κανείς από κοντά (ξίφος, μάχαιρα ή κοπίς).

Άγχος: Τα ψυχολογικά (μελαγχολία, κατάθλιψη, κακή διάθεση κ. ά.) και σωματικά συμπτώματα (πονοκέφαλοι, υψηλή αρτηριακή πίεση, ανορεξία, κόπωση κ. ά.) που προέρχονται από την προσωρινή ή μόνιμη διαταραχή της εσωτερικής ισορροπίας του ανθρώπου.

Αδιαφορία (για τη δημόσια ζωή): Η άρνηση ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας να συμμετάσχει στη δημόσια ζωή της χώρας του.

Αθετώ: Καταπατώ, παραβαίνω αρχές ή μια συμφωνία.

Άθλημα: Το αγώνισμα που απαιτεί την καταβολή σωματικών κυρίως δυνάμεων και δεξιοτήτων στο πλαίσιο του συναγωνισμού, για την επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερων επιδόσεων ή απλώς για αναψυχή.

Αθλητικό ιδεώδες (αθλητικό πνεύμα): Το να αγωνίζεται κανείς για τη νίκη δίνοντας προτεραιότητα στη συμμετοχή, στον ευγενή συναγωνισμό και στη συνολική καλλιέργεια του ανθρώπου μέσα από τον αθλητισμό.

Αθλητισμός: Η συστηματική ενασχόληση με αθλητικά αγωνίσματα.

Άθλιες συνθήκες ζωής: Οι συνθήκες ζωής (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πνευματικές, περιβαλλοντικές) που δεν επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο ή σε μια κοινωνική ομάδα να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή. Σ’ αυτές τις συνθήκες περιλαμβάνονται: η φτώχεια, η ανεργία, ο αναλφαβητισμός, η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, η ελλιπής περίθαλψη κ. ά. (^ αξιοπρεπής ζωή).

Άθλος: Ιδιαίτερα επίπονο (σωματικό, ψυχικό ή πνευματικό) και σπουδαίο κατόρθωμα.

Άθυρμα (το): Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άνθρωπο μειωμένων πνευματικών και ηθικών αντιστάσεων, που οι άλλοι τον μεταχειρίζονται προκειμένου να πετύχουν τους στόχους τους.

Αιθεροβάμων (ο, η): Ο άνθρωπος που αγνοεί ή αρνείται να γνωρίσει τις συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πνευματικές) της πραγματικότητας και αδυνατεί να ανταποκριθεί σ’ αυτές με τη σκέψη ή με τη συμπεριφορά του.

Αισθητική (γούστο): Το σύνολο των αισθητικών αξιών και προτιμήσεων του ανθρώπου σχετικά με το ωραίο, οι οποίες διαμορφώνουν τον τρόπο ζωής του και αντανακλώνται στις προσωπικές επιλογές και την καθημερινή συμπεριφορά του.

Ακτιβισμός (ο): Μορφή συλλογικής συμπεριφοράς η οποία θεωρεί τη δράση (action) των πολιτών αποφασιστικό παράγοντα για την αλλαγή στην κοινωνική ή την πολιτική ζωή.

Αλαζονεία (η): Η ιδιότητα του ανθρώπου που παρουσιάζει τον εαυτό του ανώτερο από τους άλλους καταφεύγοντας σε ψεύδη ή σε απατηλές πράξεις.

Αλάθητο (το): Ειρωνικός χαρακτηρισμός για τη δογματική πεποίθηση ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας ότι δεν κάνει ποτέ λάθος στις εκτιμήσεις, στις ερμηνείες ή στις απόψεις της.

Άλγος (το): Ο πόνος, κυρίως ο ψυχικός.

Αλληλεγγύη (η): Η έμπρακτη και ανιδιοτελής συμπαράσταση στους συνανθρώπους μας όταν βρίσκονται σε δύσκολες στιγμές.

Αλλοτρίωση (η) (1): Η αποξένωση του ανθρώπου από τα ιδιαίτερα πνευματικά, ηθικά και συναισθηματικά γνωρίσματα που προσδιορίζουν την ταυτότητά του.

Αλλοτρίωση (2): Η αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και η απώλεια των ιδιαίτερων γνωρισμάτων της προσωπικότητάς του (τρόπου σκέψης, αξιών, δημιουργικότητας) που θα έπρεπε να τον διαφοροποιούν από τους συνανθρώπους του.

Αλφαβητισμός: Η ικανότητα του ανθρώπου να διαβάζει κριτικά, να επικοινωνεί με τον γραπτό λόγο και να χρησιμοποιεί λογικο-μαθηματικές μεθόδους, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες, να λάβει αποφάσεις, να εκφράσει απόψεις και να επιλύσει προβλήματα που σχετίζονται με τις καθημερινές του δραστηριότητες ως μέλους μιας οικογένειας, ως εργαζόμενου και ως πολίτη.

Άμεση φορολόγηση (άμεσοι φόροι): Τα έσοδα του κράτους λαμβάνονται βάσει κλίμακας εισοδήματος, φορολογώντας πιο επιθετικά όσους λαμβάνουν μεγάλα εισοδήματα και πιο συντηρητικά όσους λαμβάνουν μικρά.

Η άμεση φορολόγηση είναι ο πιο καθιερωμένος και αξιοκρατικός τρόπος φορολόγησης των φυσικών προσώπων και νομικών προσώπων. Όσο πιο υψηλό είναι το ποσοστό συγκέντρωσης εσόδων από αυτό τον τρόπο φορολόγησης, έναντι της έμμεσης, τόσο πιο υγιές και αξιοκρατικό είναι το φορολογικό σύστημα μιας χώρας. Αυτό συμβαίνει διότι η άμεση φορολόγηση ασκείται με βάση κάποιες κλίμακες που καθορίζονται κάθε χρόνο από το Υπουργείο Οικονομικών κάθε χώρας και ανάλογα με τις κλίμακες αυτές οφείλει να φορολογεί πιο ήπια τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις και πιο επιθετικά τις ανώτερες.

Άμιλλα (η): Η προσπάθεια για υπεροχή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα (ή διεκδικούν την πρώτη θέση) με κίνητρα κυρίως ηθικά.

Αμοραλιστής (ο): Ο άνθρωπος που αρνείται να ρυθμίσει τη συμπεριφορά του με βάση τους ηθικούς κανόνες.

Αμφιβολία (η): Η πνευματική στάση του ανθρώπου που του επιτρέπει να ελέγχει κριτικά μια άποψη ή μια ιδέα, με σκοπό να αξιολογήσει την ορθότητά της.

Αμφισβήτηση (η): Η τεκμηριωμένη αντίρρηση που προβάλλουμε σχετικά με την αλήθεια ή την ορθότητα μιας ιδέας, μιας θεωρίας, ενός κοινωνικού συστήματος ή ενός τρόπου ζωής.

Ανάγνωση (1): Η πολυδιάστατη γνωστική διαδικασία που αφορά την αποκωδικοποίηση των συμβόλων του γραπτού λόγου με σκοπό την κατανόηση της σημασίας τους.

Ανάγνωση (2): Η δεξιότητα που απαιτεί συγκέντρωση, ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης και της ευαισθησίας του ανθρώπου, προκειμένου αυτός να κατανοήσει και να αξιοποιήσει τις πολυδιάστατες πληροφορίες που του προσφέρει το γραπτό κείμενο.

Αναλφαβητισμός (λειτουργικός) (1): Η αδυναμία του ανθρώπου να αξιοποιήσει (με την ομιλία, τη γραφή και την ανάγνωση) τη μητρική του γλώσσα ως μέσο επικοινωνίας και κατανόησης των (πνευματικών, πολιτικών και οικονομικών) συνθηκών που διαμορφώνουν την καθημερινή του ζωή.

Αναλφαβητισμός (λειτουργικός) (2): Η αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει μια απλή (προφορική, γραπτή, ηλεκτρονική, ή ψηφιακή) παρουσίαση των γεγονότων που διαμορφώνουν τη δημόσια και την ιδιωτική του ζωή.

Αναλφαβητισμός (οργανικός): Η αδυναμία του ανθρώπου να αξιοποιεί τον γραπτό λόγο και την ανάγνωση ως μέσα επικοινωνίας και κατανόησης της πραγματικότητας.

Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Οι μορφές ενέργειας που αντλούνται από τις δυναμικές διαδικασίες της φύσης -από τον ήλιο, τον άνεμο, τα κύματα κτλ. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι: Ο υδροηλεκτρισμός, η ηλιακή ενέργεια, η αιολική ενέργεια, η γεωθερμική ενέργεια, η βιομάζα, η κυματική ενέργεια (από την ενέργεια των κυμάτων της θάλασσας και την παλίρροια).

Αναρχισμός: Η πολιτική φιλοσοφία η οποία θεωρεί το κράτος πηγή εξαναγκασμού, και κατά συνέπεια μη αναγκαίο. Η λέξη προέρχεται από τη λέξη αρχή (= εξουσία) και το στερητικό α. Κυριολεκτικά, αναρχία σημαίνει «χωρίς εξουσία». Οι ιδέες του αναρχισμού έχουν κατά καιρούς παρεξηγηθεί και διαστρεβλωθεί, με αποτέλεσμα να θεωρείται συνώνυμος του χάους, της αταξίας και της βίας. Η λέξη παρουσιάζεται για πρώτη φορά έργο Επτά επί Θήβαις του Αισχύλου.

Αναχωρητισμός: Η απομάκρυνση από την κοινωνική ζωή και δράση.

Αναψυχή (η): Η σωματική και ψυχική αναζωογόνηση του ανθρώπου, που επιτυγχάνεται με τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου.

Ανδράποδο (το): Κυριολεκτικά: Ο άνθρωπος που αιχμαλωτίστηκε σε πόλεμο και πουλήθηκε ως δούλος. Μεταφορικά: Ο υποταγμένος και εξαθλιωμένος άνθρωπος.

Εξανδραποδίζω: Κυριολεκτικά: Πουλώ έναν άνθρωπο ως δούλο. Μεταφορικά: Αλλοιώνω τις ηθικές αξίες ενός ανθρώπου και τον μετατρέπω σε άβουλο όργανό μου.

Ανδρείκελο (το): Κυριολεκτικά: ομοίωμα ανθρώπου· μαριονέτα. Μεταφορικά, η λέξη συνιστά απαξιωτικό χαρακτηρισμό άβουλου ανθρώπου που ενεργεί σύμφωνα με τις υποδείξεις άλλων.

Ανεδαφικός: Χαρακτηρισμός απόψεων ή ιδεών που δε στηρίζονται στην πραγματικότητα.

Ανεκτικότητα (η): Το να δεχόμαστε τους άλλους με τις ιδιαιτερότητές τους.

Ανεργία (η): Η ακούσια αποχή από την εργασία λόγω έλλειψης θέσεων εργασίας.

Ανέφικτος: Αυτός που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί· αυτός που είναι ακατόρθωτος.

Ανέχεια (η): Η έλλειψη των αναγκαίων πόρων για να μπορεί ένας άνθρωπος ή μια κοινωνική ομάδα να ζήσει αξιοπρεπώς.

Ανθρωπιά (ανθρωπισμός): Η ευαισθητοποίηση του ανθρώπου απέναντι στα προβλήματα των συνανθρώπων του και η έμπρακτη και ποικιλότροπη συμπαράστασή του σ’ αυτούς.

Ανθρώπινα Δικαιώματα: Τα δικαιώματα που ενυπάρχουν στη φύση μας και χωρίς τα οποία δεν μπορούμε να ζήσουμε ως ανθρώπινα όντα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα μάς επιτρέπουν να αναπτύξουμε πλήρως και να χρησιμοποιήσουμε τις ανθρώπινες αρετές μας, τη νοημοσύνη μας, τα ταλέντα μας και τη συνείδησή μας και να ικανοποιήσουμε τις πνευματικές και βιοτικές ανάγκες μας.

Ανθρώπινη αξιοπρέπεια: H απόδοση στον άνθρωπο της αξίας που του πρέπει, ως πνευματικής και ηθικής προσωπικότητας καθώς και ως υποκειμένου της Ιστορίας.

Ανθρώπινο (πνευματικό) κεφάλαιο: Είναι ο δημιουργικός συνδυασμός των προσόντων, της γνώσης, των εμπειριών και της επινοητικότητας του συνόλου των εργαζομένων μιας εταιρείας ή των πολιτών μιας χώρας, που συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και του πλούτου.

Ανία (η): Το αίσθημα της δυσφορίας και παραίτησης που μας προκαλεί η μονότονη επανάληψη δραστηριοτήτων (ρουτίνα) και παραστάσεων (εντυπώσεων, απόψεων, εμπειριών).

Ανιδιοτέλεια (η): Αρετή του ανθρώπου, οι πράξεις του οποίου χαρακτηρίζονται από την ειλικρινή προσφορά στους συνανθρώπους του και δεν αποβλέπουν στην υστερόβουλη εξυπηρέτηση του ατομικού του συμφέροντος.

Ανοικτίρμων (ο, η): Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άνθρωπο ο οποίος δεν αισθάνεται οίκτο για τα πάθη των συνανθρώπων του.

Ανομία (η): Παράνομη και ανήθικη πράξη.

Ανταγωνισμός: Η επιδίωξη του ανθρώπου (σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο) να επικρατήσει ερχόμενος σε σύγκρουση με τους αντιπάλους του.

Αντικειμενική πληροφόρηση: Η πληροφόρηση που παρουσιάζει τις ειδήσεις για τα γεγονότα αμερόληπτα, ώστε να επιτρέπει στο κοινό να σχηματίσει τη δική του γνώμη γι’ αυτά.

Αντιλήψεις (στον πληθυντικό): Το σύνολο των πολιτικών, ηθικών και φιλοσοφικών ιδεών και αρχών που διαπνέουν έναν άνθρωπο και χαρακτηρίζουν τόσο τον τρόπο σκέψης όσο και τη συμπεριφορά του.

Αντίληψη (η) (ψυχολογία): Η πολύπλοκη διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος επεξεργάζεται τα ερεθίσματα που δέχεται μέσω των αισθήσεων από το περιβάλλον, προκειμένου να τα κατανοήσει. Η αντίληψη δεν αποτελεί παθητική καταγραφή ερεθισμάτων, όπως υποστήριζε ο Καρτέσιος (Rene Descartes). Αντίθετα, έχει δυναμικό χαρακτήρα, καθώς οι αισθήσεις δεν καταγράφουν απλώς τα ερεθίσματα (οπτικά, ακουστικά, απτικά, γευστικά, οσφρητικά), αλλά προβάλλουν σ’ αυτά τις ιδέες και τα συναισθήματα που προϋπάρχουν στον εσωτερικό μας κόσμο από προηγούμενες εμπειρίες μας. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να κατανοήσουμε μια πληροφορία αν δεν έχουμε προηγούμενη γνώση γι’ αυτήν. Έτσι, με τη γνώση του, κάθε άνθρωπος δημιουργεί τη δική του πραγματικότητα και οικοδομεί τις διαδικασίες που θα τον βοηθήσουν να εξοικειωθεί με ερεθίσματα (γεγονότα και καταστάσεις), τα οποία δεν σχετίζονται με προηγούμενες εμπειρίες του.

Αντίσταση (του ανθρώπου): Η εναντίωση του ανθρώπου σε ιδέες, τρόπους ζωής, αντιλήψεις ή εξουσίες που επιδιώκουν την υποταγή ή την αλλοτρίωσή του.

Ανυπόληπτος: Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου για τον οποίο δεν τρέφουμε καμιά εκτίμηση, εξαιτίας της ηθικής του εξαχρείωσης. Ανυποληψία (η): Η έλλειψη εκτίμησης για το ήθος, για την εντιμότητα ή για τη συνέπεια ενός ανθρώπου.

Αξιοκρατία (η): Η επιλογή, προώθηση ή επικράτηση -σε καίριες θέσεις της δημόσιας ζωής- ανθρώπων που αντικειμενικά είναι οι πιο άξιοι και ικανοί.

Αξιολόγηση (η): Ο προσδιορισμός της αξίας, της σημασίας ή της ποιότητας ενός πράγματος με καθορισμένα κριτήρια.

Αξιοπρεπής ζωή: Οι ανέσεις (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πνευματικές, περιβαλλοντικές) που επιτρέπουν σε έναν άνθρωπο να χαίρεται τη ζωή. (^ άθλιες συνθήκες ζωής).

Άουσβιτς (το): Το μεγαλύτερο στρατόπεδο εξόντωσης της ναζιστικής Γερμανίας. Το Άουσβιτς έγινε σύμβολο της μαζικής δολοφονίας περίπου 6 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Απαρτχάιντ (apartheid) (το): Το σύστημα διαχωρισμού λευκών και μαύρων που επικράτησε στη Νότια Αφρική στο χρονικό διάστημα 1948­-1991. Με μια σειρά νόμων, ο μαύρος πληθυσμός δεν επιτρεπόταν να κινείται στις περιοχές των λευκών (πόλεις, παραλίες κτλ) ούτε να χρησιμοποιεί μέσα μεταφοράς που προορίζονταν για τους λευκούς. Οι συνθήκες ζωής της μαύρης πλειοψηφίας ήταν άθλιες.

Απαυδημένος: Ο άνθρωπος που έχει κουραστεί ψυχικά.

Απέλαση (η): Η απομάκρυνση ενός αλλοδαπού από μια χώρα, επειδή θεωρείται επικίνδυνος για την ασφάλειά της.

Απεμπολώ: Παραχωρώ τα δικαιώματά μου ή προδίδω ιδέες, αρχές, αξίες για ιδιοτελείς σκοπούς.

Απεργία (η): Η σκόπιμη αναστολή της εργασίας από οργανωμένο σύνολο εργαζομένων, με σκοπό την ικανοποίηση οικονομικών και θεσμικών αιτημάτων.

Απερίσκεπτος: Χαρακτηρισμός ανθρώπου ο οποίος, πριν προβεί σε μια ενέργεια, αρνείται ή αδυνατεί να εξετάσει σε βάθος τις συνθήκες και να προβλέψει τις πιθανές της συνέπειες.

Απληστία (η): Η ακόρεστη (άσβεστη, έντονη) επιθυμία του ανθρώπου να αποκτά υλικά αγαθά.

Αποτελεσματικότητα (η): Η ικανότητα του ανθρώπου να πετυχαίνει, συντονισμένες ενέργειες, τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Άποψη (η): Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται, κρίνει και αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος ένα γεγονός, μια κατάσταση, ένα φαινόμενο.

Αργκό (argot) (η): Η συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιείται από μικρές κοινωνικές ομάδες, και η οποία διαφοροποιείται από την καθιερωμένη γλώσσα ως προς τη σύνταξη και τη σημασία των εκφραστικών της μέσων.

Αρκτικόλεξο (το): είναι συντομογραφία που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα πλήρων λέξεων. Για παράδειγμα, το αρκτικόλεξο OTE σημαίνει Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.

Άρνηση (του ανθρώπου): Η δυναμική απόρριψη μιας ιδέας, μιας θεωρίας ή ενός κατεστημένου τρόπου ζωής και κατ’ επέκταση η ανυπακοή σ’ αυτήν.

Αρνησιμάθεια (η): Η άρνηση του ανθρώπου να έρθει σε επαφή με νέες πηγές γνώσης και να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες.

Αρχή της Απροσδιοριστίας: Ο φυσικός Βέρνερ Χάιζενμπεργκ (Werner Heisenberg, 1901-1976) σε ηλικία 26 ετών απέδειξε ότι είναι αδύνατο να μετρήσουμε ταυτόχρονα με απεριόριστη ακρίβεια τη θέση και την ορμή ενός σωματιδίου. Ο Χάιζενμπεργκ εξήγησε ότι αυτή η ελάχιστη αβεβαιότητα στη μέτρηση δεν είναι πειραματικό σφάλμα, δεν οφείλεται δηλαδή στις ατέλειες των πειραματικών συσκευών, αλλά προκύπτει από την δομή της ύλης αυτής καθ’ εαυτήν.

Ατάκα (η): Άμεση απάντηση η οποία διατυπώνεται με σκοπό να εντυπωσιάσει τους ακροατές και να μείνει στη μνήμη του κοινού.

Ατομικά δικαιώματα: Τα δικαιώματα που δίνουν στον πολίτη τη δυνατότητα να «αμύνεται» απέναντι σε ενδεχόμενη αυθαιρεσία των οργάνων της κρατικής εξουσίας.

Ατομικισμός: Η στάση ζωής σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος ενεργεί με γνώμονα το ατομικό του συμφέρον και τις προσωπικές του επιδιώξεις, αδιαφορώντας για τις πιθανές επιπτώσεις των πράξεών του στους άλλους.

Αυθορμητισμός: Η πηγαία έκφραση των πραγματικών σκέψεων και προθέσεών μας.

Αυταρέσκεια (η): Η τάση ενός ανθρώπου να θαυμάζει τον εαυτό του.

Αυτενέργεια (η): Η δυνατότητα του ανθρώπου να σκέφτεται, να αποφασίζει και να πράττει χωρίς την καθοδήγηση άλλων ανθρώπων.

Αυτογνωσία: Η διαρκής προσπάθεια του ανθρώπου να γνωρίσει και να βελτιώσει τον εαυτό του με τη βοήθεια της ειλικρινούς αξιολόγησης των προτερημάτων και των μειονεκτημάτων του.

Αυτοκριτική (η): Η κριτική που ασκούμε στις πράξεις μας, ιδίως τις παραλείψεις ή τα σφάλματά μας. Η αυτοκριτική προϋποθέτει ειλικρίνεια απέναντι στον εαυτό μας.

Αυτοπεποίθηση (η): Η πίστη του ανθρώπου στις πνευματικές, ψυχικές ή σωματικές του δυνατότητες. Η πίστη στον εαυτό του.

Αυτοπραγμάτωση (η): Η πραγματοποίηση των πνευματικών, ψυχικών και σωματικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, καθώς και η αίσθηση της πληρότητας (εσωτερικής ισορροπίας) που αυτή συνεπάγεται.

Αφοσιωμένη ανάγνωση: Η επικέντρωση των πνευματικών και ψυχικών μας δυνάμεων στην δημιουργική επικοινωνία με το γραπτό κείμενο.

Αχρείος: Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, του οποίου η συμπεριφορά είναι ανήθικη. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, αχρείος σημαίνει άχρηστος.

Βαρβαρότητα (η): Κάθε μορφή βάναυσης και απάνθρωπης συμπεριφοράς που περιφρονεί τις πνευματικές, ηθικές ή αισθητικές αξίες του ανθρώπου.

Βαυκαλίζομαι: Εξαπατώ τον εαυτό μου τρέφοντας απατηλές προσδοκίες.

Βαυκαλίζω: Καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις και ελπίδες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Βιοηθική (η): Κλάδος της ηθικής που μελετά τα ηθικά προβλήματα που ανακύπτουν από την εφαρμογή των επιτευγμάτων των βιολογικών επιστημών στη ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών.

Βιομηχανία του ελεύθερου χρόνου: Το σύνολο των τυποποιημένων και ακριβοπληρωμένων (μερικές φορές) δραστηριοτήτων που προσφέρονται για αναψυχή σε ειδικούς χώρους (παιδότοπους, κέντρα διασκέδασης, πολυχώρους κ. ά.), εξαιτίας της αυξανόμενης έλλειψης ελεύθερου χρόνου και της αδυναμίας να τον αξιοποιήσουμε μόνοι μας δημιουργικά.

Βιοπάλη (η): Ο αγώνας του ανθρώπου για την εξασφάλιση των απαραίτητων μέσων για την επιβίωσή του.

Βιοπορισμός: Η εξασφάλιση των υλικών μέσων επιβίωσης, ιδιαίτερα με την προσωπική εργασία.

Βιόσφαιρα (η): Το τμήμα του πλανήτη μας, που περιλαμβάνει τη γη, τον αέρα και τον νερό, στο οποίο αναπτύσσεται και εξελίσσεται η ζωή.

Βιοτικό επίπεδο: Το ποσό των χρημάτων που έχουν οι πολίτες μιας χώρας (ετησίως ή το μήνα) για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.

Βιώσιμη ή Αειφόρος ανάπτυξη: Η ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους.

Blog (σύντμηση του όρου weblog): Είναι είδος δικτυακής σελίδας στην οποία μπορεί κανείς να δημοσιεύει σχόλια, γεγονότα ή οπτικοακουστικό υλικό. Ο χρησιμοποιούμενος ελληνικός όρος είναι ιστολόγιο.

Γενιά της αμφισβήτησης: Οι νέοι οι οποίοι στη δεκαετία 1960-1970 αντιπαρατέθηκαν δυναμικά στον πολιτικό συντηρητισμό, στις κοινωνικές συμβάσεις, στον ρατσισμό και στον πόλεμο, επιδιώκοντας την αλλαγή των πολιτικών και των κοινωνικών αξιών.

Γενιά των 700 ευρώ: Η σιωπηλή πλειοψηφία των Ελλήνων νέων (25-35 ετών), η οποία, εξαιτίας της αναγκαστικής υπερεργασίας, της χαμηλής αμοιβής και του αβέβαιου επαγγελματικού μέλλοντος, χάνει τη δυνατότητα για αυτοπραγμάτωση και τις ευκαιρίες για μια αξιοπρεπή ζωή.

Γενοκτονία (η): Είναι προμελετημένη και συστηματική εξόντωση -εν’ όλω ή εν μέρει- μιας εθνικής, φυλετικής, θρησκευτικής ή εθνικής ομάδας.

Γλώσσα (η): Το σύστημα των γλωσσικών σημείων και των μεταξύ τους σχέσεων, το οποίο βρίσκεται «αποτυπωμένο» στο μυαλό των ομιλητών μιας γλωσσικής κοινότητας και με βάση το οποίο επικοινωνούν (F. de Saussure).

Γλωσσικός ιμπεριαλισμός: Η πολιτική μιας χώρας που αποσκοπεί στην επιβολή της δικής της γλώσσας και στην εξαφάνιση των εθνικών γλωσσών και του πολιτισμού άλλων λαών.

Γλωσσομάθεια (η): Η ικανότητα κατανόησης και επικοινωνίας σε περισσότερες από μία γλώσσες, η οποία συμβάλλει στο να γίνουμε πιο ανοιχτοί στον πολιτισμό και στη νοοτροπία άλλων ανθρώπων, στη βελτίωση των γνώσεών μας, στην καλύτερη γνώση της μητρικής μας γλώσσας και στη δυνατότητα να επωφεληθούμε από την ελευθερία να εργαστούμε ή να σπουδάσουμε σε άλλη χώρα.

Γνώμη (η): Είναι η έκφραση μιας κρίσης, μιας αξιολόγησης, μιας επιθυμίας, ή ενός συναισθήματος, σχετικά με ένα θέμα.

Γνωσιακή νευροεπιστήμη: Είναι επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη του βιολογικού υποστρώματος της γνώσης, με ιδιαίτερη έμφαση στο νευρωνικό υπόστρωμα των νοητικών διαδικασιών και τις εκδηλώσεις τους.

Γουαντάναμο: Το 2002, οι ΗΠΑ μετέφεραν τους πρώτους κρατούμενους του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» -με κουκούλες στο κεφάλι και αλυσοδεμένους- στο κέντρο κράτησης στη Ναυτική Βάση του Κόλπου του Γουαντάναμο, στην Κούβα. Πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν πρόσβαση σε δικαστήριο, δικηγόρο, ούτε τη δυνατότητα να τους επισκεφθεί η οικογένειά τους. Αρκετοί κρατούμενοι έχουν αποπειραθεί να αυτοκτονήσουν. Άλλοι κρατούμενοι, στην απόγνωσή τους, ξεκίνησαν απεργίες πείνας και κρατήθηκαν στη ζωή, μερικές φορές παρά τη θέλησή τους, με επώδυνες διαδικασίες αναγκαστικής σίτισης. (www.amnesty.org.gr).

Γραφειοκρατία (η): Το άκαμπτο σύστημα οργάνωσης των δημοσίων υπηρεσιών (ή και των ιδιωτικών επιχειρήσεων) που χαρακτηρίζεται από βραδύτητα, τυπολατρία, πολυπλοκότητα και έλλειψη πρωτοβουλίας, με

αποτέλεσμα την καθυστέρηση επίλυσης των ζητημάτων που αφορούν τους πολίτες και την ταλαιπωρία τους. Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο Michel Crozier (Το Γραφειοκρατικό Φαινόμενο, 1964), ο γραφειοκρατικός οργανισμός είναι ένας οργανισμός που δεν μπορεί να διορθώσει τη συμπεριφορά του μαθαίνοντας από τα λάθη του. Για τον Woodrow Wilson, (1856-1924), 28ο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, η γραφειοκρατία μπορεί να υπάρξει μόνο στην περίπτωση που το σύνολο των υπηρεσιών του κράτους απομακρύνεται από την κοινή πολιτική ζωή του λαού.

Γραφή (η): Η τέχνη της οργάνωσης γραπτών κειμένων, που αποβλέπει στην άρτια διατύπωση των ιδεών μας και την κατανόησή τους από τους άλλους.

Δαμασκηνό σπαθί: Μαζί με το κατάνα των σαμουράι, αποτέλεσαν τα πιο φημισμένα είδη σπαθιών της ιστορίας. Οι ιστοριογράφοι των Σταυροφοριών βεβαιώνουν ότι τα δαμασκηνά σπαθιά των Σαρακηνών μπορούσαν να κόψουν τη σιδερένια πανοπλία των ιπποτών με ένα χτύπημα!

Δεισιδαιμονία (πρόληψη) (η): Η πίστη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες οι οποίες μπορούν δήθεν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία της ζωής του ανθρώπου.

Δεξιότητες (οι): Οι αξιολογήσιμες ικανότητες (γνώσεις, τρόπος σκέψης, τεχνικές κλπ), ο συνδυασμός των οποίων βελτιώνει την αποτελεσματικότητα του ανθρώπου κατά την εκτέλεση ενός έργου στην καθημερινή ζωή ή στην εργασία του.

Δευτερεύουσες (πολιτισμικές) ανάγκες: Οι ανάγκες που σχετίζονται με τον πολιτισμό (υγεία, μόρφωση, ελεύθερος χρόνος, ψυχαγωγία, παιχνίδι, καλλιτεχνική έκφραση κτλ).

Δημαγωγός: Ο πολιτικός που με αθέμιτα μέσα (κολακείες και υποσχέσεις) επιδιώκει να παραπλανήσει το λαό και να αποσπάσει την εμπιστοσύνη του, προκειμένου να αποκομίσει πολιτικά οφέλη.

Δημεγέρτης (ο): Ο άνθρωπος που εξεγείρει, που ξεσηκώνει τα πλήθη.

Δημιουργική ανάγνωση: Η αφοσιωμένη ανάγνωση που μετατρέπει το γραπτό κείμενο σε πεδίο εσωτερικού διαλόγου και αποτελεί αφετηρία για περαιτέρω αναζήτηση και προβληματισμό.

Δημοκρατία (η): Το πολίτευμα που θεμελιώνεται στην ελευθερία των πολιτών, προϋποθέτει τη συμμετοχή τους στα κοινά, και κατοχυρώνεται με την υπευθυνότητά τους.

Δημοκρατικό έλλειμμα: Όρος που χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι τα θεσμικά όργανα μιας κοινωνίας ή ενός διακρατικού οργανισμού στερούνται δημοκρατικότητας και ότι φαίνονται απρόσιτα στον πολίτη, εξαιτίας της περίπλοκης λειτουργίας τους.

Δημόσιο Δίκαιο: Είναι ο κλάδος του δικαίου που ασχολείται με τις σχέσεις των πολιτών, ως φυσικών και νομικών προσώπων, με το κράτος.

Δημοτικότητα (η): Ο βαθμός αποδοχής ενός προσώπου από ένα σύνολο ανθρώπων (από το κοινό). Αναφερόμαστε σε αύξηση ή μείωση της δημοτικότητας ενός προσώπου.

Δημοψήφισμα (το): Η διαδικασία ψηφοφορίας, στην οποία το εκλογικό σώμα ψηφίζει και αποφαίνεται με ένα «ναι» ή με ένα «όχι» σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα που αφορά τη δημόσια ζωή μιας χώρας.

Δια βίου μάθηση (δια βίου εκπαίδευση): Περιλαμβάνει τις μαθησιακές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, οι οποίες αποσκοπούν στη διεύρυνση του γνωστικού του ορίζοντα, στη βελτίωση των δεξιοτήτων και στην ενεργό συμμετοχή του στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας του.

Διαδίκτυο (ίντερνετ) (το): Το παγκόσμιο δίκτυο των εκατομμυρίων ηλεκτρονικά συνδεδεμένων υπολογιστών, που παρέχει πρόσβαση σε τεράστιο όγκο πληροφοριών. Το διαδίκτυο άρχισε με 4 υπολογιστές το 1969 και ονομαζόταν ARPAnet.

Διάλογος πολιτισμών: Το σύνολο των προσπαθειών που αποσκοπούν στην προσέγγιση και αλληλοκατανόηση εθνών με διαφορετικούς πολιτισμούς και θρησκείες, στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων και της ιδιαιτερότητας του πολιτισμού κάθε λαού.

Διάλογος: Η ειλικρινής ανταλλαγή απόψεων, με σκοπό την αναζήτηση μιας λύσης αποδεκτής από όλους τους μετέχοντες.

Διαπαιδαγώγηση (η): Το σύνολο των αρχών-αξιών και των μεθόδων με τις οποίες διαμορφώνεται η πνευματική στάση και η συμπεριφορά ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας.

Διαπλοκή (η): Το πλέγμα αμοιβαίων συμφερόντων και αλληλεξαρτήσεων, νόμιμων ή άνομων, ανάμεσα σε ιδιωτικούς και κρατικούς φορείς, η οποία οδηγεί άφευκτα στη διαφθορά των φορέων του δημοσίου.

Διασημότητα (celebrity) (η): Ένα ευρέως αναγνωριζόμενο πρόσωπο στο οποίο στρέφονται τα φώτα της δημοσιότητας, καθώς εξάπτει την περιέργεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης και του κοινού.

Διασκέδαση (η): Η απαλλαγή του ανθρώπου από τις έγνοιες της καθημερινής ζωής και η εύθυμη διάθεση που τη συνοδεύει.

Διαφήμιση (εμπορική) (1): Η προσπάθεια επηρεασμού της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πολιτών, με την προβολή πειστικών μηνυμάτων που αποσκοπούν στην αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών.

Διαφήμιση (εμπορική) (2): Η τέχνη να σημαδεύεις το κεφάλι και να πετυχαίνεις το πορτοφόλι (Βανς Πάκαρντ).

Διαφημιστικές τεχνικές: Οι ιδιαίτερες μέθοδοι με τις οποίες ο διαφημιστής επιχειρεί να καταστήσει το μήνυμα αποτελεσματικότερο. Οι μέθοδοι αυτές αποβλέπουν στην αξιοποίηση της εικόνας και του ήχου, στον κατάλληλο χειρισμό της γλώσσας (τη συγκινησιακή φόρτιση του μηνύματος, τα λογοπαίγνια κλπ.)

Διαφωτισμός: Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία υπεύθυνος είναι μόνον ο ίδιος. (Εμμάνουελ Καντ, 1724-1804).

Διδακτική (η): Κλάδος της Παιδαγωγικής που ασχολείται με τις μεθόδους διδασκαλίας.

Δίκαιο (γραπτοί νόμοι) (1): Το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των μελών μιας κοινωνίας, ορίζοντας τις υποχρεώσεις τους καθώς και τις κυρώσεις που προβλέπει η παράβασή τους.

Δίκαιο (θετό δίκαιο) (2): Είναι το σύνολο των υποχρεωτικών και εξαναγκαστικών κανόνων (νόμων) οι οποίοι και ρυθμίζουν τις σχέσεις των προσώπων που διαβιούν σε μια κοινωνία. Το δίκαιο δεν προέρχεται από την ατομική θέληση των ατόμων αλλά επιβάλλεται εξωτερικά (ετερόνομος ρύθμιση), επιτάσσοντας και καθορίζοντας τι μπορεί και τι πρέπει ή τι δεν μπορεί και τι δεν πρέπει να πράττουν χωρίς να ζητεί τη συγκατάθεσή τους (επιτακτική ρύθμιση), επιβάλλοντας όμως στους μη συμμορφούμενους κυρώσεις (εξαναγκασμός). Οι κανόνες Ηθικής -σε αντίθεση με εκείνες του Δικαίου- απευθύνονται στον ψυχισμό του ανθρώπου, την εσωτερική του διάθεση, προερχόμενοι από τη συνείδησή του· αλλά η συμμόρφωση με αυτούς γίνεται οικειοθελώς, χωρίς εξαναγκασμό.

Δικαίωμα: Κάθε ηθικά τεκμηριωμένη απαίτηση του ανθρώπου να σέβονται την προσωπικότητά του.

Δικαστική πλάνη: Η καταδίκη και τιμωρία ενός ανθρώπου από ένα (ποινικό) δικαστήριο για έγκλημα που δεν έχει διαπράξει.

Δικτατορία (η): Το σύστημα διακυβέρνησης μιας χώρας, κατά το οποίο ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων συγκεντρώνει στα χέρια της τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία την οποία ασκεί ανεξέλεγκτα.

Δικτατορία του προλεταριάτου (των εργατών): Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους Μαρξιστές για να χαρακτηρίσει τη μεταβατική πολιτειακή κατάσταση ανάμεσα στην καπιταλιστική και την αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Κατά τη διάρκειά της, η εξουσία δεν συγκεντρώνεται στα χέρια ενός δικτάτορα, αλλά στους προλετάριους (εργάτες).

Δογματισμός: Τρόπος σκέψης βασισμένος στη βεβαιότητα για την απόλυτη αλήθεια μιας ιδέας, η οποία δεν επιδέχεται κριτικής ή αμφισβήτησης.

Δυνάστης (πολιτική ζωή): Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε απόλυτο άρχοντα που ασκεί με τυραννικό τρόπο την εξουσία. ια απόλυτο κυρίως άρχοντα που είναι καταπιεστικός και τυραννικός.

Δυνάστης (συνθήκες, θεσμοί, νοοτροπίες): Οι συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, περιβαλλοντικές) που ασκούν έντονα αρνητική επίδραση στους ανθρώπους διαμορφώνοντας ανάλογα τον τρόπο σκέψης και τον ψυχικό τους κόσμο.

Δυνάστης (κοινωνική ζωή): Χαρακτηρισμός ανθρώπου που επιβάλλει με τυραννικό τρόπο τη θέλησή του στους συνανθρώπους του.

Δυτικοποίηση (η): Είναι η διαδικασία κατά την οποία κοινωνίες με μεγάλη ιστορία και πανάρχαια έθιμα υφίστανται την καταλυτική επίδραση του Δυτικού πολιτισμού σε όλους τους τομείς της κοινωνικής τους ζωής (τεχνολογία, νομοθεσία, οικονομία, δίκαιο, τρόπος ζωής, διατροφή, γλώσσα, θρησκεία και αξίες).

Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας: Πράξεις τόσο σοβαρές και σε τόσο Ε ευρεία κλίμακα, ώστε η διάπραξή τους να μειώνει την ανθρώπινη φυλή

στο σύνολό της.

Εθελοντισμός: Η ανιδιοτελής εργασία ενός ανθρώπου στην υπηρεσία κάποιου κοινωφελούς σκοπού.

Εθιμικό δίκαιο (άγραφοι νόμοι): Το σύνολο των κανόνων και των εθίμων, με βάση τα οποία οργανώνεται η κοινωνική ζωή μια ς ομάδας ανθρώπων ή ενός λαού.

Εθνική (πολιτισμική) κληρονομιά: Το σύνολο των μνημείων, των παραδόσεων και των αξιών ενός έθνους που κληρονομήθηκαν από τις προηγούμενες γενιές και διατηρούνται στο παρόν, για να κληροδοτηθούν στις επόμενες (γενιές).

Εθνική αυτογνωσία: Η διαρκής προσπάθεια ενός λαού να γνωρίσει το ιστορικό του παρελθόν, τις παραδόσεις και τις αξίες που διαμόρφωσαν την εθνική του φυσιογνωμία.

Εθνική συνείδηση: Η επίγνωση των κοινών ιστορικών, ηθικών και πολιτικών αξιών καθώς και των συλλογικών βιωμάτων που έχουν διαμορφώσει τη φυσιογνωμία ενός λαού.

Εθνικισμός: Η τυφλή προσήλωση μιας κοινωνικής ομάδας στα εθνικά ιδεώδη και η ταυτόχρονη υποτίμηση άλλων εθνών, με σκοπό την επιβολή σ’ αυτά.

Εθνοκάθαρση (η): Το σύνολο των πολιτικών και των πρακτικών που αποβλέπουν στο εκτοπισμό μιας εθνικής ομάδας από μια συγκεκριμένη περιοχή για την εξασφάλιση εθνικής ομοιογένειας.

Εθνοκεντρισμός: Η τάση μιας εθνικής ομάδας να θεωρεί τα εθνικά της γνωρίσματα (αξίες, παραδόσεις κτλ) ιδιαιτέρως σημαντικά και να μετατρέπεται σε μέτρο για την αξιολόγηση των υπόλοιπων εθνών.

Έθνος: Μια κοινότητα ανθρώπων που έχουν επίγνωση της κοινής τους ιστορίας, της γλώσσας, της θρησκείας και των παραδόσεων που τους ενώνουν, και μοιράζονται κοινούς στόχους για το μέλλον τους.

Εθνότητα (εθνική μειονότητα): Μια ομάδα ανθρώπων που έχει πολιτισμικά γνωρίσματα (γλώσσα, θρησκεία, παραδόσεις) διαφορετικά από αυτά του τόπου ή της χώρας στην οποία διαμένει.

Ειδίκευση: Η απόκτηση γνώσεων, εμπειριών και δεξιοτήτων σε συγκεκριμένο -άρα και περιορισμένο- τομέα μιας επιστήμης, μιας τέχνης ή ενός επαγγέλματος.

Είδωλο (Ινδαλμα): Το πρόσωπο προς το οποίο εκδηλώνει ένας άνθρωπος ή μία κοινωνική ομάδα υπέρμετρο θαυμασμό, πίστη ή λατρεία.

Εικασία (η): Γνώμη (συμπέρασμα), στην οποία καταλήγουμε στηριζόμενοι σε ορισμένα δεδομένα, που δεν εγγυώνται την αλήθεια της.

Ειλικρίνεια (η): Η έκφραση των πραγματικών σκέψεων και προθέσεών μας στους συνανθρώπους μας.

Ειρήνη (η): Ένας τρόπος ζωής που θεμελιώνεται στο σεβασμό του ανθρώπου και την απαλλαγή του από το φόβο και κάθε μορφή απειλής.

Εκηβόλο όπλο: Το όπλο που βάλλει μακριά (τόξο, ακόντιο).

Εκμαγείο (το): Το αρνητικό αποτύπωμα της μορφής στερεού σώματος επάνω σε ειδικό εύπλαστο υλικό, το οποίο παράγεται κυρίως για την κατασκευή πιστών ομοιωμάτων της.

Εκμαυλίζω: Ωθώ έναν άνθρωπο -με τη συμπεριφορά ή τα πρότυπα που του προβάλλω- σε ηθική διαφθορά.

Εκμαυλισμός: Η εξώθηση σε ηθική διαφθορά.

Εκμαυλιστής: Αυτός που αλλοιώνει τις ηθικές αξίες ενός ανθρώπου εξωθώντας τον στην ηθική διαφθορά.

Εκπαίδευση (η): Ο θεσμός που με τη συστηματική διδασκαλία αποσκοπεί στην πνευματική, σωματική και ηθική ανάπτυξη των νέων.

Έλεγχος του νου: Το σύνολο των μεθόδων που επιδιώκουν να υπονομεύσουν την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου και να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη σκέψη, τα συναισθήματα, τις αποφάσεις και τη συμπεριφορά του.

Ελεύθερη αγορά (οικονομία): Η αντίληψη του οικονομικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με την οποία η αγορά πρέπει να λειτουργεί χωρίς τον έλεγχο, την οικονομική παρέμβαση ή τις ρυθμίσεις των κυβερνήσεων.

Ελευθερία (η): Το δικαίωμα του ανθρώπου να εκφράζει ανεμπόδιστα την προσωπικότητά του, σεβόμενος την ίδια δυνατότητα και στους συνανθρώπους του.

Ελευθερία του Τύπου: Το δικαίωμα των ανθρώπων να εκφράζουν τη γνώμη τους και να υποστηρίζουν τις ιδέες τους δημόσια, χωρίς καμιά εξωτερική παρέμβαση, καθώς και η δυνατότητα να αναζητούν, να δέχονται και να μεταδίδουν πληροφορίες από τα μέσα ενημέρωσης.

Ελεύθερος χρόνος: Ο χρόνος που διαθέτουμε σε δημιουργικές και μη χρησιμοθηρικές δραστηριότητες, με τις οποίες επιδιώκουμε τη σωματική, την πνευματική και την ψυχική μας αναζωογόνηση.

Ελπίδα (η): Η ψυχική δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο να αγωνιστεί για την πραγματοποίηση των στόχων του ή ενισχύει τις προσδοκίες του για ευνοϊκές εξελίξεις.

Έμμεση φορολόγηση (έμμεσοι φόροι): Τα έσοδα λαμβάνονται από όλες τις κοινωνικές ομάδες ανεξαρτήτως εισοδήματος εφόσον δεν είναι εύκολη η διάκριση στο εισόδημα ή για ποικίλους άλλους λόγους. Η έμμεση φορολόγηση στηρίζεται στο σκεπτικό άντλησης εσόδων σε περιπτώσεις που δεν είναι αυτό εφικτό ή εύκολο μέσω των κλιμάκων της άμεσης. Παραδείγματα έμμεσης φορολόγησης αποτελούν ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), ο φόρος κύκλου εργασιών (πλην ΦΠΑ), ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων, τέλη χαρτοσήμου, φόρος μεταβίβασης ακινήτων και φόρος μεγάλης ακινήτου περιουσίας(ΦΜΑΠ). Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό της έμμεσης φορολόγησης έναντι της άμεσης στο σύνολο των κρατικών εσόδων, τόσο πιο αδύναμο είναι το φορολογικό σύστημα της χώρας.

Εμπάθεια (η): Η αντιπάθεια, ο φθόνος ή το μίσος που τρέφει ένας άνθρωπος για έναν άλλο άνθρωπο ή μια ιδέα, συναισθήματα που τον εμποδίζουν να την αξιολογήσει με νηφαλιότητα και ευθυκρισία.

Ενδεής (ο), η ενδεής, το ενδεές: Ο άνθρωπος που στερείται τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους ώστε να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή ζωή.

Ένδεια (η): Η απουσία, η παντελής έλλειψη των οικονομικών πόρων που είναι αναγκαίοι για μια αξιοπρεπή ζωή. Μεταφορικά, μπορούμε να μιλήσουμε για ένδεια ιδεών, γνώσεων, επιχειρημάτων· για πνευματική ένδεια, κτλ. πραγμάτων που είναι αναγκαία για έναν άνθρωπο.

Ενεργητική (δημιουργική) ψυχαγωγία: Η ψυχαγωγία που βασίζεται στη δημιουργική συμμετοχή ή στην επινόηση δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στην πνευματική και ψυχική μας καλλιέργεια.

Ενεργός πολίτης: Ο πολίτης που χαρακτηρίζεται από πολιτική συνείδηση.

Ενημέρωση (η): Η αδιάλειπτη παρακολούθηση και η κριτική αξιολόγηση των εξελίξεων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής.

Εξαχρείωση (για ανθρώπους): Καθιστώ έναν άνθρωπο -με τη διαπαιδαγώγηση ή τη συμπεριφορά μου ή τα πρότυπα που του προβάλλω- αχρείο, του αφαιρώ κάθε στοιχείο ηθικότητας αλλοιώνοντας τις ηθικές του αξίες.

Εξέγερση (η): Η άρνηση υποταγής ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας στην υφιστάμενη (κρατική συνήθως) εξουσία, η οποία συνήθως εκδηλώνεται με βίαιο τρόπο.

Εξοβελίζω: Παύω να χρησιμοποιώ κάτι. Μεταφορικά, απομακρύνω κάτι.

Εξουσία (η) (1): Η δύναμη μιας ομάδας ανθρώπων να ρυθμίζουν με τις αποφάσεις τους τη ζωή ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων.

Εξουσία (2): Το δικαίωμα ή η δύναμη που έχει ένας άνθρωπος ή μια κοινωνική ομάδα να επιβάλλει τις απόψεις του (της), διαμορφώνοντας τον τρόπο ζωής ή τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων.

Εξωθώ: Ωθώ ένα αντικείμενο προς τα έξω, συνήθως βίαια. Μεταφορικά, παρακινώ έντονα ή πιεστικά έναν άνθρωπο να πράξει κάτι που δεν θέλει.

Επάγγελμα (το): Η εργασία ενός ανθρώπου, της οποίας το αποτέλεσμα προέρχεται από τη βαθιά γνώση, τις δεξιότητες και τη διαρκή επιμόρφωσή του.

Επαγγελματική συνείδηση: Η συνειδητοποίηση των ηθικών δεσμεύσεων (υποχρεώσεων) που συνεπάγεται η άσκηση ενός επαγγέλματος και η επίγνωση του ανθρώπου ότι με αυτό συμβάλλει, εκτός από την ατομική, στην κοινωνική πρόοδο.

Επαΐων (ο): Ο ειδικός, ο εξειδικευμένος γνώστης ενός αντικειμένου.

Επένδυση (η) (οικονομία): Η παραγωγή αγαθών τα οποία χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών.

Επιδεικτική κατανάλωση: Η κατανάλωση ακριβών υλικών αγαθών και υπηρεσιών, με σκοπό να προβάλει το άτομο την υψηλή κοινωνική θέση (status) και τον πλούτο του. Η επιδεικτική κατανάλωση υπαγορεύεται από κοινωνικούς παράγοντες (τη ματαιοδοξία του ανθρώπου) και όχι από την ανάγκη για κάλυψη των πρωτευουσών αναγκών.

Επίπλαστος (για ανθρώπινη εκδήλωση ή συμπεριφορά): Προσποιητός, όχι αληθινός.

Επιπόλαιος (για ανθρώπους): Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άνθρωπο του οποίου η σκέψη και η συμπεριφορά διακρίνονται από προχειρότητα, έλλειψη προσοχής, σοβαρότητας ή από βιασύνη.

Επιρροή (1): Η δύναμη που ασκείται σε έναν άνθρωπο ή μια κοινωνική ομάδα και παράγει αποτέλεσμα χωρίς την άσκηση άμεσης βίας ή προσταγής.

Επιρροή (2): Η δύναμη ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας να επηρεάζει, να ελέγχει ή να κατευθύνει τις ιδέες, τις επιλογές και τις αποφάσεις ενός ανθρώπου ή ενός κοινωνικού συνόλου.

Επιστήμη (η): Το σύνολο των οργανωμένων γνώσεων που έχουν προκύψει από τη συστηματική έρευνα και μελέτη των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων και την προσπάθεια να διατυπωθούν οι νόμοι ή οι αρχές που τα διέπουν

Επιστημολογία ή θεωρία της γνώσης: Είναι ο κάδος της φιλοσοφίας που πραγματεύεται τη φύση και τα όρια της γνώσης. Μερικά από τα ερωτήματα που την απασχολούν είναι: Τι είναι γνώση; Πώς αποκτάται η γνώση; Ποια είναι η πηγή της γνώσης; Ποια είναι η δομή και τα όρια της γνώσης; Πώς γνωρίζουμε ότι γνωρίζουμε;

Επιστημονικός αναλφαβητισμός: Η άγνοια παλαιότερων ή σύγχρονων θεμελιακών επιστημονικών γνώσεων και επομένως η αδυναμία του ανθρώπου να τις αξιοποιήσει για την ερμηνεία και κατανόηση της εσωτερικής, κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας.

Επιχείρημα (το): Είναι μια σειρά αλληλένδετων προτάσεων (προκείμενες), που σχηματίζεται για να καταστήσει φανερή την αλήθεια μιας γνώμης (συμπέρασμα).

Εργασία (η): Κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που ασκείται με στόχο τη δημιουργία κοινωνικά χρήσιμου αποτελέσματος και την εξασφάλιση οικονομικών πόρων για τη διαβίωση.

Ευγονική (η): Κλάδος της επιστήμης που βασίζεται στο γενετικό έλεγχο της ανθρώπινης αναπαραγωγής, ώστε να βελτιώσει τα βιολογικά γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους ή να αντιμετωπίσει όσα θεωρούνται ανεπιθύμητα. Στη χιτλερική Γερμανία, η ευγονική πήρε τη μορφή γενοκτονίας, καθώς οι ναζί εκτέλεσαν ή χρησιμοποίησαν ως πειραματόζωα καταδίκους, αντιφρονούντες, ανθρώπους με μειωμένες νοητικές ικανότητες, ομοφυλόφιλους, άνεργους και ψυχασθενείς, με σκοπό να δημιουργήσουν μια «καθαρή» γερμανική φυλή.

Ευημερία (η): Η επάρκεια των υλικών μέσων της ζωής, που επιτρέπει τις απαραίτητες για έναν πολιτισμένο άνθρωπο ανέσεις. (Ε. Π. Παπανούτσος).

Ευμάρεια (η): Οι οικονομικές συνθήκες που επιτρέπουν μια ζωή πλούσια, πολυτελή, με πολλές ανέσεις.

Ευνοιοκρατία: Η προώθηση και η επικράτηση ατόμων σε καίριες θέσεις της δημόσιας ζωής, όχι χάρη στις ικανότητές τους αλλά χάρη στην εύνοια των εκάστοτε ισχυρών.

Ευρυμάθεια (η): Ο πλούτος των πνευματικών ενδιαφερόντων και η ευρύτητα των γνώσεων ενός ανθρώπου.

Ευρωπαϊκές αξίες: Οι αξίες που διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Ευρώπης και αποτελούν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι αξίες αυτές είναι: ο ανθρωπισμός, η ειρήνη, η δημοκρατία, η ισότητα, η ανεκτικότητα.

Ευρωπαϊκή Ένωση: Μια οικογένεια ευρωπαϊκών δημοκρατικών χωρών, οι οποίες έχουν δεσμευτεί να συνεργάζονται για την ειρήνη και την ευημερία. Η ΕΕ είναι όντως μοναδική. Τα κράτη μέλη της έχουν θεσπίσει κοινά θεσμικά όργανα στα οποία εκχωρούν ορισμένες εξουσίες τους, ώστε να λαμβάνονται δημοκρατικές αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο για θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

Ευρώπη των πολιτών: Το όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προασπίσει τα δικαιώματα των πολιτών της και να θεμελιώσει τη λειτουργία της στην ενεργό συμμετοχή τους στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων που αφορούν το μέλλον τους.

Ευυπόληπτος: Χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε άνθρωπο τον οποίο όλοι εκτιμούν για το ήθος του.

Ζηλωτής (ο): Ο ένθερμος και αφοσιωμένος υποστηρικτής μιας ιδέας.

Ηγεμονικός (ο): Αυτός που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει ή θα ταίριαζε σε Η ηγεμόνα. Μεταφορικά, αυτός έχει ένα χαρακτήρα μεγαλόπρεπο,

επιβλητικό, πλουσιοπάροχο ή γενναιόδωρο.

Ηγεμονισμός (ο): Η επιδίωξη ενός κράτους, ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας να ασκήσει πολιτική ηγεμονία (να κηδεμονεύσει) σε άλλα κράτη, ανθρώπους ή κοινωνικές ομάδες.

Ηδονισμός (ο): Κάθε φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως μοναδική αρχή της ηθικής, ως ύψιστο σκοπό και υπέρτατο αγαθό, την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου. (Η θεωρία της Κυρηναϊκής Σχολής).

Ηδυπάθεια (η): Η έντονη ροπή του ανθρώπου προς τις ηδονές, η οποία εκδηλώνεται κυρίως με αισθησιακή και ράθυμη συμπεριφορά.

Ηδύς: Αυτός που έχει ευχάριστη γεύση.

Ηθικές αξίες: Οι ηθικές προτεραιότητες, με βάση τις οποίες οι άνθρωποι οργανώνουν τη συμπεριφορά και την κοινωνική τους συμβίωση.

Ηθική (η): Το σύνολο των αρχών και των αξιών με τις οποίες οι άνθρωποι ρυθμίζουν την κοινωνική τους συμπεριφορά.

Ηθική αναλγησία: Η αδιαφορία (η απάθεια) για τα δεινά των συνανθρώπων μας.

Ηθικολόγος (ο): Ο άνθρωπος που κρίνει τις πράξεις των άλλων διακατεχόμενος από συντηρητικές περί ηθικής απόψεις.

Ηθικολογώ: Κρίνω με δογματικό τρόπο τις πράξεις των άλλων.

Ήθος (ηθικό φρόνημα): Η ανώτατη έκφραση της ηθικής ωριμότητας του ανθρώπου ο οποίος ρυθμίζει την κοινωνική του συμπεριφορά με επίγνωση του χρέους, συναίσθηση ευθύνης και σύμφωνα με ένα σύστημα αξιών. (Ε. Π. Παπανούτσος).

Ημιμάθεια (η): Η ψευδαίσθηση περί κατοχής σπουδαίων γνώσεων, ενώ αυτές είναι ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες.

Ημιμαθής (-ής, -ές): Ο άνθρωπος που βαυκαλίζεται με την ιδέα ότι κατέχει σπουδαίες γνώσεις, ενώ αυτές είναι ανεπαρκείς ή συγκεχυμένες.

Θάρρος (το): Η ψυχική δύναμη του ανθρώπου που τον ωθεί να υπερνικήσει το φόβο και -παρά την επίγνωση των κινδύνων- να αγωνιστεί για την πραγματοποίηση των στόχων του.

Θεοποίηση του χρήματος: Η μετατροπή του χρήματος σε υπέρτατη αξία της ζωής και η ταυτόχρονη υποβάθμιση των ηθικών αξιών (της ελευθερίας, της ειλικρίνειας, του σεβασμού κτλ).

Θερμός Πόλεμος: Η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ χωρών ή μεγάλων κοινωνικών ομάδων.

Θεώρημα της Μη-Συνέπειας: Το θεώρημα του μαθηματικού Κουρτ Γκέντελ (Kurt Godel, 1906-1978), ο οποίος σε ηλικία 25 ετών απέδειξε ότι κάθε σύστημα αξιωμάτων έχει ενδογενείς περιορισμούς, καθώς υπάρχει τουλάχιστον μία πρόταση η αλήθεια της οποίας είναι αδύνατο να αποδειχτεί. Αυτό το μελαγχολικό και προκλητικό για συμπέρασμα κλόνισε την απόλυτη βεβαιότητα της μαθηματικής αλήθειας και έθεσε σε νέες βάσεις τα θεμέλια της φιλοσοφίας της επιστήμης και τη γνώσης.

Θιασώτης (ο): Ο άνθρωπος που δέχεται και υποστηρίζει θερμά μια ιδέα, μια θεωρία κτλ.

Ιδανικά (τα): Οι στόχοι του ανθρώπου που εμπνέονται από πνευματικές και ηθικές αξίες και συνοδεύονται από τον αγώνα για την επίτευξή τους.

Ιδεοληψία (η): Η παθολογική εμμονή ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων σε μια ιδέα ή σε ένα δόγμα.

Ιδιόλεκτο (το): Η ιδιαίτερη γλώσσα χρησιμοποιείται από περιορισμένο σύνολο ατόμων, π.χ. η παρέα των φίλων.

  1. Ιδιοτελής (άνθρωπος): Ο άνθρωπος που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ατομικού του συμφέροντος, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις των πράξεών του στους άλλους. Ιδιοτελής (στόχος): Ο στόχος που αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος και συνοδεύεται από την αδιαφορία του ανθρώπου για τις επιπτώσεις των επιλογών του στους συνανθρώπους του.
  2. Ιδιωτικό Δίκαιο: Είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, δηλαδή μεταξύ προσώπων που δεν ασκούν κρατική εξουσία.
  3. Ιμπεριαλισμός: Η πολιτική της επέκτασης του ελέγχου ή της κυριαρχίας μιας χώρας σε άλλες.

Ισηγορία (η): Το δικαίωμα όλων των πολιτών να διατυπώνουν ελεύθερα και δημόσια τις απόψεις τους.

Ισονομία (η): Η ισότητα όλων των πολιτών έναντι του νόμου ανεξάρτητα από οικονομική επιφάνεια, καταγωγή, φύλο, φυλή κτλ.

Ισότητα (η): Το δικαίωμα της ίσης (χωρίς διακρίσεις) αντιμετώπισης των ανθρώπων-πολιτών από τα θεσμικά όργανα μιας πολιτείας.

Ιστορικός αναλφαβητισμός: Η έλλειψη στοιχειωδών ιστορικών γνώσεων, η οποία καθιστά τον άνθρωπο ανίκανο να ερμηνεύσει τα πολύπλοκα γεγονότα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Καθήκοντα (υποχρεώσεις): Οι ηθικές υποχρεώσεις απέναντι στους συνανθρώπους μας.

Καιροσκοπισμός (ο): Η επιδίωξη ενός πολιτικού να εξασφαλίσει πολιτικά οφέλη εκμεταλλευόμενος οικονομικές, πολιτικές ή κοινωνικές καταστάσεις, ώστε να αυξήσει την επιρροή του στο λαό ή ακόμη και να αναρριχηθεί στην εξουσία.

Κανίβαλος (ο): Μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· ανθρωποφάγος. Μεταφορικά, χαρακτηρισμός ανθρώπου που, για να επικρατήσει στην κοινωνία, δεν διστάζει να εξοντώσει ή να εκμηδενίσει τους συνανθρώπους του.

Καπιταλισμός (κεφαλαιοκρατία): Το οικονομικό σύστημα παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής προϊόντων, στο οποίο ο συσσωρευμένος πλούτος (το κεφάλαιο) επενδύεται από τους ιδιώτες κατόχους του (καπιταλιστές- κεφαλαιούχους) με σκοπό το κέρδος. Τα θεμελιακά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι: Η ιδιωτική επιχειρηματικότητα, ο ανταγωνισμός για την κατάκτηση αγορών, η κερδοσκοπική επιχείρηση.

Καταγγελία (η): Η δημόσια διαμαρτυρία σχετικά με ζητήματα της δημόσιας ζωής.

Καταδυνάστευση: Η άσκηση τυραννικής εξουσίας.

Καταδυναστεύω (για συνθήκες, θεσμούς, νοοτροπίες): Οι συνθήκες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, περιβαλλοντικές) που ασκούν έντονα αρνητική επίδραση στους ανθρώπους διαμορφώνοντας ανάλογα τον τρόπο σκέψης και τον ψυχικό τους κόσμο.

Καταδυναστεύω (στην πολιτική ζωή): Ασκώ τυραννική εξουσία. Καταδυναστεύω (για κοινωνικές σχέσεις): Επιβάλλω τη θέλησή μου υπό την απειλή φόβου ή την άσκηση σωματικής βίας.

Καταναλωτισμός: Ο τρόπος ζωής που ταυτίζει την ευτυχία με την κατανάλωση και την κατοχή υλικών αγαθών.

Καταστρατήγηση (η): Η παραβίαση νόμων ή θεσμοθετημένων δικαιωμάτων με τη χρήση νομικών τεχνασμάτων, ώστε να καθίσταται δύσκολος ο εντοπισμός ή η τιμωρία της.

Κατάφωρος: Χαρακτηρισμός αξιόποινης ή ηθικά απαράδεκτης ενέργειας για τη διάπραξη της οποίας δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία.

Κατευθυνόμενη πληροφόρηση (παραπληροφόρηση): Η πληροφόρηση που διαστρεβλώνει τις ειδήσεις για τα γεγονότα, με σκοπό να θέσει υπό τον έλεγχό της την κοινή γνώμη.

Κηδεμονεύω: Ασκώ εξουσία και έλεγχο επάνω σε έναν άνθρωπο ή μια κοινωνική ομάδα, καθοδηγώντας και επιβάλλοντας τις δικές μου απόψεις. Κηδεμονία (η) (1): Άσκηση εξουσίας και ελέγχου επάνω σε έναν άνθρωπο ή μια κοινωνική ομάδα.

Κηδεμονία (2): Νομικός όρος που αναφέρεται στην επιμέλεια ανηλίκου που δεν έχει γονείς ή του οποίου οι γονείς του αδυνατούν να εκτελέσουν τα γονικά τους καθήκοντα.

Κηδεμονία (3): Όρος του διεθνούς δικαίου που αναφέρεται κυρίως στο επίσημο καθεστώς της διακυβέρνησης πρώην αποικιών από τις μητροπόλεις, το οποίο αποσκοπούσε στη σταδιακή απαγκίστρωση των ευρωπαϊκών κρατών από τα αποικιακά τους εδάφη.

Κίτρινος τύπος: Η δημοσιογραφία που αναδεικνύει τη σκανδαλοθηρία, τον αισθησιασμό και τον σοβινισμό ή χρησιμοποιεί ανήθικες πρακτικές, με σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις και να προσελκύσει αναγνώστες και τηλεθεατές.

Κίτς (το): Η κακόγουστη μίμηση των υψηλών αξιών της τέχνης με σκοπό την παραγωγή εύπεπτων έργων, που διαστρεβλώνουν τις αισθητικές αξίες του ανθρώπου, κολακεύουν τη ματαιοδοξία του και δεν απαιτούν καμιά αισθητική καλλιέργεια. Η προέλευση της λέξης δεν είναι σαφής. Η λέξη kitsch πρωτοεμφανίστηκε στο Μόναχο το 1860, για να περιγράψει τα φθηνά, και μάλλον κακόγουστα, έργα τέχνης που προσφέρονται για λαϊκή κατανάλωση.

Κλισέ (το): Στερεότυπες φράσεις και ιδέες που έχουν χάσει την πρωτοτυπία τους εξαιτίας της υπερβολικής χρήσης. Η λέξη είναι γαλλική: cliche.

Κοινά (τα): Οι υποθέσεις και τα προβλήματα που απασχολούν το σύνολο των πολιτών μιας χώρας.

Κοινή γνώμη: Το σύνολο των ατομικών απόψεων ή πεποιθήσεων του ενήλικου πληθυσμού μιας χώρας, σχετικά με ένα θέμα της δημόσιας ζωής σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Κοινότητα (η): Μία (μικρή ή μεγάλη) ομάδα ανθρώπων, οι οποίοι έχουν επίγνωση των πνευματικών, ηθικών και συναισθηματικών δεσμών που τους ενώνουν.

Κοινωνία της πληροφορίας: Η κοινωνία στην οποία η δημιουργία, διανομή, διαχείριση και αξιοποίηση των πληροφοριών αποτελεί σημαντική οικονομική και πολιτισμική δραστηριότητα καθώς και αποφασιστικό παράγοντα για τη δημιουργία γνώσης.

Κοινωνία του θεάματος: Χαρακτηρισμός που αποδίδεται στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία, στην οποία οι πραγματικές ανθρώπινες εμπειρίες και σχέσεις υποκαθίστανται από τη φαντασμαγορική ψευδαίσθηση της εικόνας και του φαίνεσθαι.

Κοινωνία των πολιτών (1): Το σύνολο των οργανωμένων ενεργών πολιτών που αναπτύσσουν εθελοντική συλλογική δράση με σκοπό να εξυπηρετήσουν το γενικό συμφέρον.

Κοινωνία των πολιτών (2): Το στρώμα των οργανωμένων κοινωνικών ομάδων που αποτελούν αντιστήριγμα στο κράτος. Είναι ένας ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη και συγχρόνως σφαίρα εκούσιας συμμετοχής του σ’ ένα πολιτικό και πολιτιστικό σύνολο. (Δημήτρης Δημητράκος).

Κοινωνικά δικαιώματα: Οι εγγυήσεις που παρέχει η πολιτεία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, σχετικά με την εξασφάλιση της ποιότητας ζωής των πολιτών και τη δίκαιη κατανομή του κοινωνικού πλούτου.

Κοινωνική διαφήμιση: Η διαφήμιση που έχει στόχο να ευαισθητοποιήσει το κοινό αναφορικά με ένα σημαντικό κοινωνικό ζήτημα. Χρησιμοποιεί ίδιες μεθόδους με την εμπορική διαφήμιση, αλλά χωρίς κερδοσκοπική επιδίωξη.

Κοινωνική συνείδηση (κοινωνική ευθύνη): Η επίγνωση των ηθικών δεσμεύσεων (υποχρεώσεων) απέναντι στους συνανθρώπους μας.

Κοινωνικό κράτος: Το κράτος που κατοχυρώνει τα κοινωνικά δικαιώματα, με σκοπό να αμβλύνει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, διασφαλίζοντας «αποδεκτό» βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες του.

Κοινωνικοποίηση (η): Η διαδικασία ένταξης και προσαρμογής του ανθρώπου σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, με την υιοθέτηση των αρχών και των αξιών που το διέπουν.

Κοινωνικός αποκλεισμός: Κάθε προσπάθεια παρεμπόδισης ατόμων ή κοινωνικών ομάδων να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και να απολαύσουν τα δημόσια αγαθά (συμμετοχή στα κοινά, εκπαίδευση, περίθαλψη κτλ).

Κοινωνιόλεκτος (η): Η γλωσσική ποικιλία που είναι χαρακτηριστική συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, π.χ. η γλώσσα των νέων, των διαφόρων κοινωνικών τάξεων κλπ.

Κολακεία (η): Ο υπερβολικός έπαινος για έναν άνθρωπο από υστεροβουλία.

Κομματάρχης: Είναι κομματικός παράγοντας με επιρροή σε τοπικό κυρίως επίπεδο, η οποία πηγάζει από προσωπικές σχέσεις και ιδίως από εκδουλεύσεις προς τους ψηφοφόρους του.

Κομμουνισμός: Είναι ένα σύνολο οικονομικών, πολιτικών ιδεών και κοινωνικών κινημάτων που επιδιώκουν την εγκαθίδρυση μιας αταξικής κοινωνίας που θεμελιώνεται στη κοινή ιδιοκτησία των παραγόμενων αγαθών και των μέσων παραγωγής.

Κομφορμισμός: Η νοοτροπία του ανθρώπου ο οποίος προσαρμόζει τη στάση του στις εκάστοτε συνθήκες, που συμβιβάζεται και συμμορφώνεται με τις κυριαρχούσες απόψεις, ακόμα και όταν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με τις επιταγές της συνείδησής του. από την αγγλική λέξη conformism (con-form).

Κουλτούρα (η) (1): Η πνευματική και ψυχική καλλιέργεια του ανθρώπου· η παιδεία.

Κουλτούρα (2): Το σύνολο γνώσεων, τεχνικών εξελίξεων, παραδόσεων, εθίμων, μορφών συμπεριφοράς κτλ. που χαρακτηρίζουν ένα κοινωνικό σύνολο· ο πολιτισμός.

Κράτος (το): Η θεσμοποιημένη και νομικά δεσμευτική εξουσία η οποία έχει τη δύναμη της επιβολής.

Κράτος δικαίου: Το κράτος που σέβεται τα δικαιώματα των πολιτών, εγγυάται την προάσπισή τους και ασκεί την εξουσία με δημοκρατικά θεσπισμένους κανόνες.

Κριτήριο (κριτήρια): Το σημείο με βάση το οποίο προβαίνουμε σε κάθε μορφής αξιολόγηση.

Κριτική (1): Η τεκμηριωμένη κρίση (άποψη, γνώμη) που διατυπώνεται στα πλαίσια της αξιολόγησης έργων πνευματικής δημιουργίας.

Κριτική (2): Η έκφραση γνώμης σχετικά με τα θετικά ή τα αρνητικά γνωρίσματα της συμπεριφοράς ενός ανθρώπου ή των ιδεών του.

Κριτική ανάγνωση: Η ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει σ’ ένα κείμενο την πρόθεση του συντάκτη, το ύφος και τα μέσα πειθούς που χρησιμοποιεί, καθώς και την προσπάθεια να τον οδηγήσει ο συντάκτης σε προκαθορισμένα συμπεράσματα.

Κυβερνοχώρος (Cyberspace): Μεταφορικός όρος (επινοήθηκε από τον Ουίλιαμ Γκίμπσον το 1984) που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το νοητό χώρο που δημιουργεί η διακίνηση κάθε είδους πληροφοριών (κειμένων, εικόνων, ήχων κτλ.) μέσω διασυνδεδεμένων ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Κυνικός: Ο άνθρωπος που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας, ο οποίος εκδηλώνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις του χωρίς καμία προσπάθεια μετριασμού της δυσαρέσκειας που μπορεί να προκαλέσει, με πλήρη περιφρόνηση και αδιαφορία προς τους κοινά αποδεκτούς κανόνες ευπρέπειας ή ηθικής. Κυνισμός (1): Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουμε κάθε μορφή συμπεριφοράς που διακρίνεται για την περιφρόνηση προς τις υπάρχουσες ή παραδεκτές αξίες.

Κυνισμός (2): Η νοοτροπία του ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής ευαισθησίας, που εκδηλώνει τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις προθέσεις του περιφρονώντας τούς κοινά αποδεκτούς κανόνες ευπρέπειας ή ηθικής.

Κυρίαρχη γλώσσα: Η γλώσσα που χρησιμοποιούν διαφορετικές εθνικές ομάδες ή λαοί προκειμένου να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Για παράδειγμα, κυρίαρχη γλώσσα στην εποχή μας είναι η αγγλική.

Κωφεύω: Αδιαφορώ, δε δίνω σημασία σε συμβουλές, παρακλήσεις ή εκκλήσεις.

Λαϊκισμός: Η συστηματική κολακεία των ελαττωμάτων του λαού, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που τον ευχαριστούν, χωρίς όμως να τον ωφελούν, με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του.

Λειτούργημα: Χαρακτηρισμός επαγγέλματος που διαδραματίζει ευρύ και σοβαρό κοινωνικό ρόλο.

Λέμφος (η): Κολλώδες, λεπτόρρευστο και διαφανές υγρό που κυκλοφορεί στο σώμα μέσω αγγείων και συντελεί σε θρεπτικές και απεκκριτικές λειτουργίες.

Lifestyle (το): Η άκριτη υιοθέτηση του τρόπου ζωής, των αισθητικών αξιών, των καθημερινών συνηθειών και προτύπων που επιβάλλει η μόδα.

Λούμπεν (Lumpen): Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν κάτω από άθλιες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.

Λυσιτελής (-ής, ής, -ές): (λύση + τέλος = σκοπός): αποτελεσματικός.

Μαγεία του θεάματος: Η δύναμη της τηλεοπτικής, κυρίως, εικόνας να αιχμαλωτίζει την προσοχή του θεατή, να επιβάλλει εντυπώσεις και να αδρανοποιεί την κριτική του σκέψη.

Μαζική κουλτούρα: Το σύνολο των τυποποιημένων πολιτιστικών προϊόντων που προσφέρονται από τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας για κατανάλωση, προκειμένου το κοινό να γεμίσει τον ελεύθερο χρόνο του.

Μαζικό γούστο: Το σύνολο των αισθητικών αξιών που επιβάλλει στο κοινό η μαζική κουλτούρα.

Μάης του 1968: Η εξέγερση και οι αγώνες των νέων -στη Γαλλία, στη Γερμανία, στις ΗΠΑ και σε πολλές άλλες χώρες- για την ανατροπή του πολιτικού και του κοινωνικού συντηρητισμού και την επικράτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Μερικοί φιλόσοφοι και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η εξέγερση του Μάη του ’68 ήταν το σημαντικότερο επαναστατικό γεγονός του 20ού αιώνα.

Μάθηση (η): Η διαδικασία κατάκτησης γνώσεων, δεξιοτήτων και αξιών μέσα από τη συστηματική μελέτη, την εμπειρία ή τη διδασκαλία, η οποία προκαλεί μόνιμες μεταβολές στην πνευματική και ηθική συγκρότηση του ανθρώπου.

Μανιχαϊσμός: Τρόπος σκέψης που αντιμετωπίζει ανθρώπους και ιδέες με κριτήριο τη διαμάχη «καλών και κακών» ή τη λογική του «άσπρου και του μαύρου».

Μαστροπός (ο): Ο άνθρωπος που ωθεί γυναίκες στην πορνεία και τις εκμεταλλεύεται.

Ματαιοδοξία (η): Η τάση του ανθρώπου να υπερηφανεύεται για ασήμαντες πράξεις ή αποκτήματα.

Μαύρη (καταναγκαστική) εργασία: Κάθε μορφή εργασίας που παρέχεται υπό το κράτος απειλών ή κυρώσεων. Η καταναγκαστική εργασία συνιστά παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Μειονότητα (η): Μια ομάδα ανθρώπων που διαφέρει πολιτικά ή φυλετικά από το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας, του οποίου αποτελούν μέρος.

Μελέτη (η): Η αφοσιωμένη και συστηματική ανάγνωση ενός γραπτού κειμένου, που αποβλέπει στην κατανόηση ενός θέματος και στην περαιτέρω αξιοποίησή του.

Μέντωρ (μέντορας) (ο): Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε συνετό σύμβουλο και φίλο. Ο Μέντωρ ήταν σύμβουλος του Τηλέμαχου στην Οδύσσεια.

Μεσσιανισμός (Προσωπολατρία): Η τυφλή πίστη μιας κοινωνικής ομάδας σ’ έναν ηγέτη, με την φρούδα ελπίδα να τη λυτρώσει από συσσωρευμένα οικονομικά ή πολιτικά προβλήματα.

Μετανάστης: Ο άνθρωπος που εγκαταλείπει οικειοθελώς την πατρίδα του (για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους), για να εγκατασταθεί σε μια άλλη χώρα.

Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.): Νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που λειτουργούν σε εθελοντική βάση με σκοπό την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, την αφύπνισή της και τη

δημιουργία ευρύτερων κινημάτων για θέματα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την κατάργηση διακρίσεων, την προστασία μειονοτήτων, μεταναστών, τα δικαιώματα του παιδιού και της γυναίκας, το περιβάλλον, τον αφοπλισμό, την ειρήνη, την υγεία κτλ.

Μητρική γλώσσα: Η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει ένας άνθρωπος, στην οποία μπορεί να εκφράσει με πληρότητα τον πνευματικό και συναισθηματικό του κόσμο του και να προσδιορίσει την ταυτότητά του.

Μιθριδατισμός (ο): Η σταδιακή εξοικείωση του ανθρώπου με νοσηρές πολιτικές ή κοινωνικές καταστάσεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τις θεωρεί φυσιολογικές ή αναπότρεπτες.

Μικροψυχία (η): Η ιδιότητα του συναισθηματικά (και ηθικά) ανώριμου ανθρώπου, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μνησικακία και αγνωμοσύνη.

Μισαλλοδοξία (η): Το μίσος ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας για ιδέες και τρόπους ζωής που διαφέρουν από τις δικές της. Η μισαλλοδοξία ισοδυναμεί με έλλειψη ανεκτικότητας.

Μισθωτή σκλαβιά: Η ελάχιστα αμειβόμενη εργασία την οποία υποχρεώνεται να επιλέξει ένας άνθρωπος υπό το κράτος της πείνας, της φτώχειας, του αναλφαβητισμού και της εξαθλίωσης. Τα παιδιά-εργάτες, σε πολλές χώρες του Τρίτου Κόσμου, θεωρούνται μισθωτοί σκλάβοι.

Μνημείωση (η): Η καταγραφή σε έντυπο, εικαστικό ή άλλου είδους μέσο ενός αντικειμένου ή μιας ιδέας, προκειμένου να διατηρηθεί στο χρόνο και τη μνήμη των ανθρώπων.

Μνησικακία (η): Γνώρισμα του ανθρώπου που δεν ξεχνά τη βλάβη που του προκάλεσαν καθώς τρέφεται από το μίσος του για το δράστη και την επιδίωξη να τον εκδικηθεί.

Μοναρχία (η): Το σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο η ανώτατη εξουσία είναι απόλυτα συνυφασμένη με ένα πρόσωπο, το οποίο αποτελεί την κεφαλή του κράτους -συχνά εφ’ όρου ζωής- και είναι εντελώς απομονωμένο από τα υπόλοιπα μέλη της πολιτείας. Η μοναρχία αποτέλεσε μορφή διακυβέρνησης κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα.

Μόρφωση (η): Η πολύπλευρη (πνευματική, ηθική, αισθητική) καλλιέργεια του ανθρώπου.

MP3: Αλγόριθμος συμπίεσης ακουστικών δεδομένων, ο οποίος αξιοποιεί τους αντιληπτικούς περιορισμούς την ανθρώπινης ακοής.

Ναρκισσισμός: Ο υπερβολικός θαυμασμός για τον εαυτό μας (= αυτοθαυμασμός).

Νευρώνες ή νευρικά κύτταρα: Τα κύτταρα του εγκεφάλου.

Νεωτερισμός: Η υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων και μεθόδων σε διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής.

Νομιμοφανής (ο, η): Χαρακτηρισμός πράξεων που φαίνονται νόμιμες χωρίς ουσιαστικά να είναι.

Ντόπινγκ (doping): Η συστηματική χρήση απαγορευμένων μεθόδων και ουσιών που αποσκοπούν στη βελτίωση της απόδοσης των αθλητών.

Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht-Κριστάλναχτ): Τη νύχτα της 9ης προς 10η Νοεμβρίου του 1938, στη Γερμανία και την Αυστρία, μέλη του ναζιστικού κόμματος εξαπολύουν μαζικές επιθέσεις εναντίον των Εβραίων και των περιουσιών τους. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφούν 1500 συναγωγές, να λεηλατηθούν 7000 καταστήματα, να συλληφθούν 30.000 άρρενες Εβραίοι και να οδηγηθούν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Νταχάου και του Μπούχενβαλντ. Η νύχτα αυτή έχει μείνει στην Ιστορία για την αγριότητά της, αλλά και σαν στίγμα της εγκληματικής βίας του φανατισμού και του ολοκληρωτισμού.

Νωθρότητα (η): Χαρακτηριστικό του ανθρώπου ο οποίος διακρίνεται από έλλειψη ενεργητικότητας και αντιδρά με βραδύτητα στα διάφορα ερεθίσματα.

Ξενηλασία (η): Η απέλαση των ξένων από μια χώρα ή η απαγόρευση εισόδου τους σ’ αυτή.

Ξενομανία (η): Η τάση μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός λαού για άκριτη υιοθέτηση αξιών και τρόπων ζωής άλλων λαών τους οποίους θεωρεί πολιτισμικά ανώτερους.

Ξενοφοβία (η): Ο αναιτιολόγητος φόβος ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων για εθνικές μειονότητες με διαφορετική θρησκεία, παράδοση και τρόπο ζωής.

Ξύλινη γλώσσα: Οι στερεότυπες και στομφώδεις λέξεις και προτάσεις του πολιτικού κυρίως λόγου, που χαρακτηρίζονται από αοριστία και έλλειψη οποιασδήποτε νέας πληροφορίας.

Ο πίθος των Δαναΐδων: Δαναΐδες, κόρες του Δαναού, καταδικάστηκαν μετά τον θάνατό τους να μεταφέρουν και να ρίχνουν αιώνια νερό σε ένα πιθάρι με τρύπες (που δεν γέμιζε ποτέ), ώστε να τιμωρηθούν για τη δολοφονία των συζύγων τους την πρώτη νύχτα του γάμου.

Οικολογική συνείδηση: Ο τρόπος σκέψης που χαρακτηρίζεται από τη μέριμνα για τη φύση.

Οικολογικός αναλφαβητισμός: Η άρνηση ή αδυναμία μιας κοινωνικής ομάδας ή μιας κοινωνίας να κατανοήσει τις αρχές λειτουργίας του φυσικού οικοσυστήματος, ώστε να υιοθετήσει και να εφαρμόσει το πρότυπο της βιώσιμης ανάπτυξης.

Οικονομία της αγοράς: Η οικονομία που βασίζεται στην αντίληψη ότι οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών πρέπει να προσδιορίζονται από ένα ελεύθερο σύστημα τιμών που καθορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση. Θεωρητικοί θεμελιωτές αυτής της αντίληψης είναι ο Milton Friedman (1912-2006) και Friedrich Hayek (1899-1992), οι οποίοι υποστήριξαν ότι η οικονομική ελευθερία αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας. Πίστευαν μάλιστα ότι όσο μεγαλύτερη είναι η οικονομική ελευθερία τόσο αυξάνεται η πολιτική ελευθερία. Η κριτική που ασκήθηκε σ’ αυτή την αντίληψη υποστηρίζει ότι η οικονομία της αγοράς βαθαίνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών αυξάνοντας τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες.

Οικονομία της γνώσης (κοινωνία της γνώσης): Η οικονομία που θεωρεί τη γνώση βασική πηγή πλούτου και αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της επιστήμης, της έρευνας, της τεχνολογίας και της επινοητικότητας καθώς και της χρήσης των υπολογιστών για την παραγωγή, διακίνηση και αξιοποίηση της γνώσης.

Οικονομικός φιλελευθερισμός: Οικονομική θεωρία, η οποία υποστηρίζει ότι η αγορά και οι δυνάμεις της πρέπει να αφήνονται να λειτουργούν ελεύθερες (ή ακόμη και ανεξέλεγκτες), ενώ ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιορίζεται στη διαμόρφωση του πλαισίου διεξαγωγής του οικονομικού ανταγωνισμού και στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

Οικουμενικό χωριό: Μεταφορικός όρος για τον πλανήτη μας με τον οποίο περιγράφουμε τη δυνατότητα ανθρώπων και λαών να επικοινωνούν σε παγκόσμια κλίμακα, υπερβαίνοντας τους γεωγραφικούς και χρονικούς περιορισμούς, με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας

Οικουμενικός πολιτισμός: Ο κοινός τρόπο ζωής που σταδιακά εγκαθιδρύεται σε όλο και περισσότερα τμήματα του παγκόσμιου πληθυσμού, ανεξάρτητα από το χρώμα, τη φυλή, τη γλώσσα και το θρήσκευμα. Ο σύγχρονος οικουμενικός πολιτισμός συχνά χαρακτηρίζεται «Δυτικός», επειδή επίκεντρό του είναι η δυτική Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική.

Οιμώζω: θρηνώ, οδύρομαι, κλαίω με σπαρακτικές κραυγές.

Ολιγαρχία (η): Το πολίτευμα, στο οποίο η πολιτική εξουσία ασκείται από περιορισμένο αριθμό προσώπων τα οποία απολαμβάνουν περισσότερα προνόμια έναντι των υπολοίπων πολιτών λόγω της καταγωγής, της οικονομικής επιφάνειας ή της πολιτικής τους προέλευσης.

Ολοκληρωτισμός: Σύστημα διακυβέρνησης που επιδιώκει να ελέγξει όλες τις πτυχές της κοινωνικής και προσωπικής ζωής των πολιτών, να τους χειραγωγήσει με την προπαγάνδα, με σκοπό να περιορίσει τις ελευθερίες τους και να τους υποτάξει στη θέληση της κρατικής εξουσίας.

Ολυμπιακή Παιδεία: Η εκπαιδευτική διαδικασία που αποσκοπεί στη διαμόρφωση προτύπων συμπεριφοράς για τους νέους, σύμφωνα με τις διαχρονικές αξίες του Ολυμπισμού.

Ολυμπισμός (Ολυμπιακό ιδεώδες): Οι αρχές που συνθέτουν το ολυμπιακό πνεύμα, με κυριότερες το ιδεώδες της έντιμης προσπάθειας (ευ αγωνίζεσθαι) και της ευγενούς άμιλλας.

Οξυδέρκεια (η): Η διεισδυτική ικανότητα της σκέψης, που επιτρέπει στον άνθρωπο να εντοπίζει την ουσία των προβλημάτων και να συσχετίζει

ταχύτατα ιδέες και γεγονότα με τη βοήθεια της κρίσης του.  Επιοτροφή

Οπαδός: Ο άνθρωπος που υποστηρίζει με φανατισμό μια αθλητική ομάδα, χωρίς να διστάζει να καταφύγει (μερικές φορές) ακόμη και στη βία για την «υπεράσπισή» της.

(τηλεόραση και διαδίκτυο).

Παγκοσμιοποίηση (η): Η αυξανόμενη οικονομική, πολιτική και πολιτιστική αλληλεπίδραση ανθρώπων και λαών, η οποία επιτρέπει την υπέρβαση των γεωγραφικών περιορισμών και τη διακίνηση ιδεών, αγαθών, κεφαλαίων και υπηρεσιών σε πλανητικό επίπεδο.

Παθητική ψυχαγωγία: Η ψυχαγωγία που εξουδετερώνει τη δημιουργική διάθεση για πνευματική και ψυχική καλλιέργεια.

Παιδεία (ενός ανθρώπου): Οι πνευματικές, ηθικές και αισθητικές αξίες που συγκροτούν την προσωπικότητα και προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητα (την ταυτότητα) ενός ανθρώπου.

Παιδεία (ενός λαού): Το σύνολο των κοινωνικών, πολιτικών, πνευματικών και θρησκευτικών παραδόσεων, συνηθειών και αξιών που διαμορφώνουν την ταυτότητα ενός λαού κατά τη διάρκεια της ιστορικής του εξέλιξης.

Παιδεία του γραπτού λόγου: Το σύνολο των δεξιοτήτων που απαιτούνται για την άρτια οργάνωση των ιδεών μας σε γραπτό κείμενο και τη δημιουργική ανάγνωση κειμένων, η αξιοποίηση των οποίων διευρύνει τον ορίζοντα της σκέψης, βαθαίνει τον προβληματισμό και πλουτίζει την ευαισθησία μας.

Παλινωδία (η): Η αναίρεση προηγούμενων ισχυρισμών.

Παράδοση (η): Η διαδικασία μετάδοσης των στοιχείων ενός πολιτισμού (ιδεών, αξιών και βιωμάτων) από τη μια γενιά στην άλλη.

Παράνομη διακίνηση παιδιών (child trafficking): Είναι η επιστράτευση ή η μεταφορά παιδιών με την απειλή φόβου, άσκησης βίας, παραπλάνησης ή με την παροχή αμοιβής στο πρόσωπο που τα ελέγχει, με σκοπό την εκμετάλλευσή τους. Η εκμετάλλευση των παιδιών περιλαμβάνει την εξώθηση στην πορνεία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την αναγκαστική εργασία, την υποχρεωτική προσφορά υπηρεσιών καθώς και την αφαίρεση οργάνων.

Παραοικονομία (η): Το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων που αφορούν την παραγωγή και τη διακίνηση προϊόντων τα οποία δεν εντάσσονται στην επίσημη οικονομία, δηλαδή δεν υπόκεινται σε έλεγχο, φορολογία, κρατήσεις κτλ.

Παράπλευρες απώλειες: Κατ’ ευφημισμόν όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι άμαχοι που σκοτώνονται ή τραυματίζονται από συνειδητά ή ασυνείδητα, κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Παραπληροφόρηση (η): Κατευθυνόμενη πληροφόρηση.

Παρρησία (η): Το θάρρος του ανθρώπου να εκφράζει τις απόψεις του έχοντας επίγνωση των συνεπειών που μπορεί να συνεπάγεται η δημοσιοποίησή τους.

Πατερναλισμός: Η πολιτική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία ο πολιτικός ηγέτης πρέπει να παίρνει αποφάσεις «για το καλό» των πολιτών, ακόμη κι αν αυτοί διαφωνούν. Ο πατερναλισμός (από τη λέξη pater = πατήρ) βασίζεται. στο πρότυπο της πατριαρχικής οικογένειας, όπου ο πατέρας θεωρεί τα παιδιά ανώριμα να κατανοήσουν τι είναι σωστό και τι όχι.

Πατριδοκαπηλία (η): Η εκμετάλλευση των πατριωτικών συναισθημάτων του λαού από έναν πολιτικό, προκειμένου αυτός να πετύχει τους ιδιοτελείς σκοπούς του.

Πατριωτισμός: Η άδολη αγάπη για την πατρίδα.

Πειθαναγκασμός (ο): Η άσκηση ψυχολογικής βίας, με σκοπό την εξασφάλιση συγκεκριμένης στάσης ή συμπεριφοράς εκ μέρους ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας.

Πειθώ (η): Το σύνολο των μεθόδων με τις οποίες προσπαθούμε να επηρεάσουμε τις ιδέες και τα συναισθήματα ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας σχετικά με ένα ζήτημα, προκειμένου να προβεί σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά.

Πεποίθηση (η): Η σταθερή γνώμη ενός ανθρώπου όσον αφορά την ορθότητα των ιδεών του.

Πεποιθήσεις (στον πληθυντικό): Οι ιδέες ή οι αρχές (πολιτικές, θρησκευτικές, κοινωνικές) στις οποίες πιστεύει ένας άνθρωπος.

Περιβαλλοντική ηθική: Το σύνολο των αξιών που πρέπει να διαπνέουν τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον.

Περιηγητής: Ο άνθρωπος που ταξιδεύει σε άλλους τόπους, για να γνωρίσει και να θαυμάσει όσα ενδιαφέροντα έχουν.

Περιπέτεια (η): Τα απρόοπτα συμβάντα, οι εκπλήξεις, τα πλούσια βιώματα και οι πολύτιμες εμπειρίες που αποκομίζει ένας ταξιδιώτης (ταξιδευτής) κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του σ’ έναν τόπο.

Περισυλλογή (η): Η συγκέντρωση, η επίμονη αφοσίωση της σκέψης, με σκοπό την εμβάθυνση και την ενδελεχή μελέτη ενός προβλήματος.

Πίστη (1): Η ψυχική δύναμη του ανθρώπου, η οποία διατηρεί σταθερή την προσήλωσή του σ’ ένα στόχο ή σε μια ιδέα, τον ωθεί και τον εμπνέει να αγωνιστεί για την επίτευξή του ή για την προάσπισή της. Η πίστη αυτή ενισχύει την αγωνιστική διάθεση του ανθρώπου.

Πίστη (2): Η ακλόνητη βεβαιότητα ενός ανθρώπου σχετικά με την ορθότητα μιας άποψης ή ενός δόγματος.

Πλεονεξία (η): Η μανιώδης επιδίωξη ενός ανθρώπου να αποκτά περισσότερα (υλικά αγαθά ή χρήματα) από όσα έχει ή δικαιούται.

Πλήξη (η): Η δυσάρεστη και προσωρινή συναισθηματική κατάσταση, κατά την οποία ο άνθρωπος αισθάνεται τη διαβρωτική απουσία οποιουδήποτε ενδιαφέροντος καθώς και τη δυσκολία να επικεντρωθεί σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Πληροφόρηση (η): Η διαδικασία μετάδοσης πληροφοριών στο κοινό από τα ΜΜΕ, σχετικά με γεγονότα που αφορούν το σύνολο της κοινωνικής, πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής.

Πλησμονή (η): Η μεγάλη ποσότητα, το πλήθος, η αφθονία.

Πλησμονή: (μεταφορικά): Ο κορεσμός, ο χορτασμός.

Πνευματικό ήθος: Το σύνολο των πνευματικών και ηθικών αξιών που επιτρέπουν στον άνθρωπο να αναζητεί την αλήθεια χωρίς σκοπιμότητες και να εκφράζει τις απόψεις του με παρρησία.

Πνευματικός άνθρωπος: Ο άνθρωπος που με το πνευματικό του έργο και την επίγνωση της κοινωνικής του αποστολής έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει τη συνείδηση των συγχρόνων του.

Πνευματικότητα (η): Το σύνολο των πνευματικών αρετών που συγκροτούν το πνευματικό επίπεδο ενός ανθρώπου.

Πογκρόμ (το): Οι βιαιοπραγίες, οι διωγμοί κατά εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων. Η λέξη είναι ρωσική: norpoM.

Ποδηγέτηση (η): Η άσκηση έντονης επιρροής σε ανθρώπους, με σκοπό να περιοριστούν έντεχνα οι επιλογές τους και να οδηγηθούν σε συμπεριφορές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των προσώπων που την ασκούν. Ποδηγετώ = καθοδηγώ. Χειραγώγηση = καθοδήγηση

Πολίτης του κόσμου: Ο όρος χαρακτηρίζει τους ανθρώπους που θέλουν να υπερβούν τις γεωπολιτικές διαιρέσεις που επιβάλλει η εθνική κυριαρχία κάθε κράτους και ο εθνικισμός. Οι πρώτοι που αυτο-χαρακτηρίστηκαν «πολίτες του κόσμου» ήταν οι στωικοί φιλόσοφοι Ζήνων (33-264 π. Χ.) και Διογένης (412;-323 π.Χ.). Αυτοί μάλιστα διατύπωσαν για πρώτη φορά και τον όρο «κοσμόπολις».

Ποινικός σωφρονισμός: Η τιμωρία και οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί η πολιτεία, με σκοπό την κοινωνική επανένταξη όσων καταδικάστηκαν για εγκληματικές πράξεις.

Πολιτικά δικαιώματα: Τα δικαιώματα που εγγυώνται τη συμμετοχή του

Πολιτικάντης: Απαξιωτικός χαρακτηρισμός πολιτικού προσώπου που εξυπηρετεί μικροσυμφέροντα προκειμένου να πετύχει τους προσωπικούς του στόχους. (= μικροπολιτικός).

Πολιτική (η) (1): Η τέχνη του να μετέχει ένας άνθρωπος αποτελεσματικά στον δημόσιο βίο (στα κοινά) της χώρας του, είτε ως άρχων είτε ως αρχόμενος. (Ε. Π. Παπανούτσος).

Πολιτική (2): Η τέχνη και η πρακτική της διακυβέρνησης, δηλαδή της οργάνωσης, της διεύθυνσης και της διοίκησης των ανθρώπινων κοινωνιών.

Πολιτική απάθεια: Η άρνηση ή η αδυναμία των πολιτών να συμμετάσχουν ενεργά στη δημόσια ζωή της χώρας τους.

Πολιτική διαφήμιση: Η διαφήμιση που αποβλέπει στην προβολή ενός πολιτικού προσώπου ή μιας πολιτικής παράταξης με σκοπό την αύξηση της δημοτικότητάς τους. Χρησιμοποιεί ίδιες μεθόδους με την εμπορική διαφήμιση.

Πολιτική διαφθορά: Η κατ’ επανάληψη παραβίαση όλων των ηθικών και νομικών κανόνων από πρόσωπο που κατέχει δημόσιο αξίωμα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

Πολιτική επικοινωνία: Το σύνολο των μεθόδων επικοινωνίας που χρησιμοποιούνται από πολιτικά πρόσωπα (ή κόμματα), προκειμένου να διαμορφώσουν με ωφέλιμο γι’ αυτά τρόπο τη στάση και τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Ενώ η επικοινωνιακή πολιτική θα πρέπει να έχει πληροφοριακό χαρακτήρα, πολύ συχνά εκτρέπεται σε πολιτική χειραγώγηση.

Πολιτική κοινωνικοποίηση: Η διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την πολιτική πραγματικότητα, εντάσσεται σ’ αυτήν και σταδιακά διαμορφώνει τις πολιτικές του πεποιθήσεις και αξίες.

Πολιτική συνείδηση: Η επίγνωση του πολίτη ότι ο ίδιος είναι υπεύθυνος – με τις επιλογές, τις αποφάσεις και τις πράξεις του- για τη διαμόρφωση της δημόσιας ζωής στη χώρα του.

Πολιτικό κόμμα: Ο πολιτικός οργανισμός που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τις ιδέες και τα συμφέροντα συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας έχοντας ως στόχο την κατάκτηση της εξουσίας ή τη δυναμική παρέμβαση στη δημόσια ζωή μιας χώρας.

Πολιτικός αναλφαβητισμός: Η άρνηση ή η αδυναμία του ανθρώπου να συνειδητοποιήσει την αξία των εφοδίων που είναι αναγκαία για τη συμμετοχή στη δημόσια ζωή της χώρας του. Τα εφόδια αυτά περιλαμβάνουν τη γνώση των αρχών οργάνωσης του δημόσιου βίου, την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα του, καθώς και την κριτική σκέψη που είναι απαραίτητη για την ουσιαστική ενημέρωσή του.

Πολιτισμική γενοκτονία: Η συστηματική καταστροφή της πολιτισμικής κληρονομιάς μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός έθνους για πολιτικούς, στρατιωτικούς, θρησκευτικούς, ιδεολογικούς ή εθνικούς λόγους.

Πολιτισμική ποικιλομορφία: Η αναγνώριση και ο σεβασμός των ιδιαίτερων γνωρισμάτων που συγκροτούν την πολιτισμική φυσιογνωμία ενός έθνους ή μιας εθνότητας (γλώσσα, ενδυμασία, τρόπος ζωής, παραδόσεις, θρησκεία κτλ).

Πολιτισμικός αναλφαβητισμός: Η άρνηση ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας να γνωρίσει και να σεβαστεί τα ιδιαίτερα στοιχεία (γλώσσα, αξίες, παραδόσεις, ιστορία, θρησκεία) που συνιστούν την πολιτισμική ταυτότητα άλλων λαών. Ο πολιτισμικός αναλφαβητισμός οδηγεί συνήθως στην έλλειψη ανεκτικότητας και ενδεχομένως στον ρατσισμό.

Πολιτισμός ειρήνης: Το σύστημα των αντιλήψεων και των αξιών που θεμελιώνονται στο σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στην κατανόηση, στην ανεκτικότητα και στη φιλία μεταξύ όλων των εθνών.

Πολιτισμός του πολέμου (κουλτούρα του πολέμου): Το σύστημα των αντιλήψεων και των αξιών που δέχονται τη βία και τον πόλεμο ως μοναδικά μέσα για την επιβολή της κυριαρχίας πάνω σε λαούς και ανθρώπους.

Πολιτισμός: Το σύνολο των πνευματικών κατακτήσεων και των τεχνικών επιτευγμάτων του ανθρώπου κατά τη διάρκεια της ιστορικής του εξέλιξης.

Πολιτιστική ποικιλομορφία: Η αναγνώριση και ο σεβασμός των ιδιαίτερων γνωρισμάτων που συγκροτούν την πολιτιστική φυσιογνωμία ενός λαού ή μιας ομάδας ανθρώπων (γλώσσα, ενδυμασία, τρόπος ζωής, παραδόσεις, θρησκεία κτλ).

Πολιτιστικός ιμπεριαλισμός: Η συστηματική προσπάθεια μιας οικονομικά, πολιτικά και τεχνολογικά ισχυρής χώρας να προβάλει και να επιβάλει τη γλώσσα και τον πολιτισμό της σε άλλες χώρες.

Πολυγλωσσία (Γλωσσική πολυμορφία) (1): H ικανότητα ενός ανθρώπου να επικοινωνεί και να χειρίζεται πολλές γλώσσες.

Πολυγλωσσία (Γλωσσική πολυμορφία) (2): H συνύπαρξη διαφορετικών γλωσσικών κοινοτήτων σε μια γεωγραφική περιοχή.

Πολυπολιτισμικότητα (η): Ο σεβασμός της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των εθνικών μειονοτήτων που διαβιούν σε μια χώρα, με σκοπό τη διατήρηση της πολιτισμικής ποικιλίας και την εξασφάλιση ισορροπημένων σχέσεων μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικές εθνικές παραδόσεις.

Πολυφωνία (η): Η δυνατότητα να υπάρχουν και να εκφράζονται πολλές και διαφορετικές απόψεις για οποιοδήποτε ζήτημα ενδιαφέρει μια κοινωνία.

Πουριτανισμός: Η κοινωνική αντίληψη (συχνά υποκριτική), που χαρακτηρίζεται από υπέρμετρη αυστηρότητα και από συντηρητισμό όσον αφορά τα ήθη και την ηθική.

Πραγματικές ανάγκες: Οι ανάγκες που δημιουργούν στους ανθρώπους οι εκάστοτε κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Για παράδειγμα, το ρολόι χειρός στην αρχαία Ελλάδα δεν είναι αναγκαίο. Σήμερα όμως είναι.

Πραγματικό εισόδημα: Το εισόδημα που πραγματικά απόκτησε ο φορολογούμενος, κατά την περίοδο για την οποία υποχρεούται σε υποβολή δήλωσης, και προσδιορίζεται βάσει πραγματικών στοιχείων, όπως οι βεβαιώσεις αποδοχών, το εισόδημα που προκύπτει από τα βιβλία της επιχείρησης που εκμεταλλεύεται, οι τόκοι καταθέσεων, η πρόσοδος από ενοίκια ακινήτων, και κάθε άλλο εισόδημα, το οποίο προκύπτει από πραγματικά στοιχεία.

Πραξικόπημα (το): Η αιφνιδιαστική και μεθοδικά προετοιμασμένη ενέργεια πολιτικών προσώπων ή στρατιωτικών, που ανατρέπει βίαια την υπάρχουσα (νόμιμη) πολιτική κατάσταση μιας χώρας, παραβιάζει το Σύνταγμα, περιορίζει τις λαϊκές ελευθερίες και σφετερίζεται την εξουσία.

Πράσινη κατανάλωση: Οι υπεύθυνες καταναλωτικές επιλογές των πολιτών, που είναι φιλικές προς το περιβάλλον.

Προγονολατρία (η): Η τυφλή (παθολογική) προσκόλληση μιας κοινωνικής ομάδας στα κατορθώματα, τις ιδέες, τις συνήθειες και τις αξίες των προγόνων.

Προληπτικός πόλεμος: Ο πόλεμος που διεξάγει μια χώρα εναντίον μιας άλλης, με τη δικαιολογία της αυτοάμυνας, χωρίς να έχει δεχτεί καμιά επιθετική ενέργεια. Ο προληπτικός πόλεμος συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου.

Προπαγάνδα (η): Η σκόπιμη και συστηματική προσπάθεια διαμόρφωσης των αντιλήψεων και καθοδήγησης της συμπεριφοράς μιας κοινωνικής ομάδας, με σκοπό αυτή να ανταποκριθεί στις επιδιώξεις του προπαγανδιστή.

Πρόσφυγας: Ο άνθρωπος που εγκαταλείπει αναγκαστικά την πατρίδα του (συνήθως κάτω από την πίεση πολιτικών διώξεων ή πολέμου) και ζητά άσυλο σε άλλη χώρα.

Προσωπικός λόγος: Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να εκφράσει προφορικά ή γραπτά τις εμπειρίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του.

Πρότυπα (τα): Πρόσωπα ή ιδέες που συμπυκνώνουν αξίες και αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση.

Πρωταθλητισμός: Η επαγγελματική αφοσίωση ενός αθλητή ή μιας ομάδας σε μια αθλητική δραστηριότητα, με σκοπό να επιτυγχάνει τις υψηλότερες δυνατές επιδόσεις.

Πρωτέας: Θαλάσσιος δαίμονας στην ελληνική μυθολογία, προικισμένος με μαντικές ικανότητες και με τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε ό, τι ήθελε: σε ζώο, σε φυτό, σε πουλί, ακόμη και σε φωτιά ή σε νερό.

Πρωτεύουσες (βιολογικές) ανάγκες: Οι ανάγκες που σχετίζονται με την επιβίωσή μας (τροφή, νερό, στέγη, αναπαραγωγή).

Πρωτοβουλία (η): Κάθε πράξη ή έργο που αποτελεί προϊόν της ελεύθερης βούλησης και ανεπηρέαστης κρίσης του ανθρώπου.

Ρατσισμός: Κάθε διάκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, την καταγωγή, ή την εθνική προέλευση με στόχο ή συνέπεια την κατάργηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στην κοινωνική, πολιτική, οικονομική ή οποιαδήποτε άλλη πτυχή της δημόσιας ζωής.

Ρεμβασμός: Η ευχάριστη και άσκοπη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης, η ονειροπόληση.

Ρητορική (η): Η τέχνη της πειθούς.

Ρητορική ερώτηση: Η ερώτηση στην οποία ο ερωτών δεν περιμένει απάντηση, καθώς αυτή διατυπώνεται έμμεσα με την ίδια την ερώτηση.

Ρίζες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού: Οι ιστορικές αφετηρίες που διαμόρφωσαν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Ευρώπης: Ο αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός, η Αναγέννηση και ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.

Ρουσφέτι (το): Χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση που προσφέρει πολιτικός σε πολίτες, με αντάλλαγμα την πολιτική ή οικονομική υποστήριξή τους. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική και αραβική λέξη ru§vet.

Ρύπανση του περιβάλλοντος: Η διαταραχή που προκαλείται στην οικολογική ισορροπία από τη συσσώρευση παραγώγων της ανθρώπινης δραστηριότητας με ρυθμό μεγαλύτερο απ’ αυτόν που μπορεί να αντιμετωπίσει η Φύση.

Σαρδανάπαλος (Ashurbanipal): Ο τελευταίος μεγάλος βασιλιάς των Ασσυρίων (668-627 π. Χ.), φημισμένος για τα έκλυτα ήθη του. Ο χαρακτηρισμός αποδίδεται σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται για την έκφυλη και άσωτη ζωή τους.

Savoir-vivre (το): Η ικανότητα να ζει κανείς τη ζωή αντλώντας από αυτήν ευγενικές απολαύσεις, να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της με

Προσωπικός λόγος: Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο κάθε άνθρωπος χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να εκφράσει προφορικά ή γραπτά τις εμπειρίες, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του.

Πρότυπα (τα): Πρόσωπα ή ιδέες που συμπυκνώνουν αξίες και αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση.

Πρωταθλητισμός: Η επαγγελματική αφοσίωση ενός αθλητή ή μιας ομάδας σε μια αθλητική δραστηριότητα, με σκοπό να επιτυγχάνει τις υψηλότερες δυνατές επιδόσεις.

Πρωτέας: Θαλάσσιος δαίμονας στην ελληνική μυθολογία, προικισμένος με μαντικές ικανότητες και με τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε ό, τι ήθελε: σε ζώο, σε φυτό, σε πουλί, ακόμη και σε φωτιά ή σε νερό.

Πρωτεύουσες (βιολογικές) ανάγκες: Οι ανάγκες που σχετίζονται με την επιβίωσή μας (τροφή, νερό, στέγη, αναπαραγωγή).

Πρωτοβουλία (η): Κάθε πράξη ή έργο που αποτελεί προϊόν της ελεύθερης βούλησης και ανεπηρέαστης κρίσης του ανθρώπου.

Ρατσισμός: Κάθε διάκριση, αποκλεισμός ή περιορισμός που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, την καταγωγή, ή την εθνική προέλευση με στόχο ή συνέπεια την κατάργηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών στην κοινωνική, πολιτική, οικονομική ή οποιαδήποτε άλλη πτυχή της δημόσιας ζωής.

Ρεμβασμός: Η ευχάριστη και άσκοπη περιπλάνηση της φαντασίας και της σκέψης, η ονειροπόληση.

Ρητορική (η): Η τέχνη της πειθούς.

Ρητορική ερώτηση: Η ερώτηση στην οποία ο ερωτών δεν περιμένει απάντηση, καθώς αυτή διατυπώνεται έμμεσα με την ίδια την ερώτηση.

Ρίζες του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού: Οι ιστορικές αφετηρίες που διαμόρφωσαν την πολιτιστική φυσιογνωμία της Ευρώπης: Ο αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός, η Αναγέννηση και ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός.

Ρουσφέτι (το): Χαριστική παροχή ή εξυπηρέτηση που προσφέρει πολιτικός σε πολίτες, με αντάλλαγμα την πολιτική ή οικονομική υποστήριξή τους. Η λέξη προέρχεται από την τουρκική και αραβική λέξη ru§vet.

Ρύπανση του περιβάλλοντος: Η διαταραχή που προκαλείται στην οικολογική ισορροπία από τη συσσώρευση παραγώγων της ανθρώπινης δραστηριότητας με ρυθμό μεγαλύτερο απ’ αυτόν που μπορεί να αντιμετωπίσει η Φύση.

Σαρδανάπαλος (Ashurbanipal): Ο τελευταίος μεγάλος βασιλιάς των Ασσυρίων (668-627 π. Χ.), φημισμένος για τα έκλυτα ήθη του. Ο χαρακτηρισμός αποδίδεται σε ανθρώπους που χαρακτηρίζονται για την έκφυλη και άσωτη ζωή τους.

Savoir-vivre (το): Η ικανότητα να ζει κανείς τη ζωή αντλώντας από αυτήν ευγενικές απολαύσεις, να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της με

αυτοκυριαρχία και να επιλέγει την καλαισθησία στην καθημερινή του συμπεριφορά.

Σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας: Σεβασμός της μοναδικότητας του κάθε ανθρώπου. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και η διαφορετικότητά του αυτή είναι άξια σεβασμού και προστασίας.

Σεβασμός: Η έμπρακτη αναγνώριση της αξίας ενός προσώπου, μιας ιδέας ή ενός αντικειμένου.

Σκοταδισμός: Το σύνολο των αντιλήψεων ή των μεθόδων οι οποίες εναντιώνονται στη διάδοση της γνώσης, στην επικράτηση του ορθού λόγου και τελικά στην πνευματική απελευθέρωση του ανθρώπου.

Σλόγκαν (το): Μια σύντομη και εντυπωσιακή φράση (σύνθημα) που εκφράζει το σημαντικότερο πλεονέκτημα ενός προϊόντος ή το μήνυμα που ο διαφημιστής επιδιώκει να μεταφέρει στο κοινό. Το επιτυχημένο σλόγκαν έχει τεράστια πειστική ισχύ, και γι’ αυτό χρησιμοποιούν κατά κόρον και οι πολιτικοί. Η λέξη προέρχεται από την αγγλική λέξη slogan, η οποία προέρχεται από τη Σκωτική-Ιρλανδική φράση sluagh-ghairm, που σημαίνει πολεμική κραυγή.

Σνομπισμός: Η νοοτροπία του ανθρώπου ο οποίος, εξαιτίας της ματαιοδοξίας του, περιφρονεί όσους έχουν -πραγματικά ή υποθετικά- κατώτερη εκπαίδευση, μόρφωση, οικονομική επιφάνεια ή καταγωγή. Η λέξη snob προέρχεται (πρόκειται για την πλέον προσφιλή ετυμολογία) από τη σύντμηση των λατινικών λέξεων sine nobilitate, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε εμπορικό περιοδικό το 1878.

Σοβινισμός: Η φανατική προσήλωση στην ιδέα της πατρίδας, που συνοδεύεται από μίσος και περιφρόνηση για τους άλλους λαούς και που συχνά εκδηλώνεται με επιθετικότητα εναντίον τους. Η λέξη είναι γαλλική: chauvinisme. Η γαλλική λέξη προέρχεται από το όνομα του Nicolas Chauvin ο οποίος δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο, αλλά χαρακτήρας που εμφανίστηκε στο θεατρικό έργο του Augustin Eugene Scribe (1791-1861) Ο απλοϊκός στρατιώτης (1821), καθώς και σε θεατρικό έργο των αδελφών Cogniard (Κονιάρντ), το 1831.

Σταρ σύστεμ (star system) (το): Το σύστημα επιλογής, ανάδειξης και προβολής προσώπων -του καλλιτεχνικού κυρίως χώρου- με σκοπό να συντηρούνται στη δημοσιότητα, εξάπτοντας συνεχώς το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και του κοινού. Το σύστημα αυτό συγκροτείται από δισκογραφικές και διαφημιστικές εταιρείες καθώς και μέσα ενημέρωσης.

Στερεότυπα (τα): Οι παγιωμένες, βολικές και υπεραπλουστευμένες πεποιθήσεις ατόμων και κοινωνικών ομάδων σχετικά με τα ιδιαίτερα γνωρίσματα άλλων ατόμων ή κοινωνικών ομάδων.

Στηλίτευση (η): Η οξεία δημόσια καταγγελία ή η έντονη αποδοκιμασία πράξεων (προσώπων που κατέχουν δημόσια αξιώματα), οι οποίες αντιβαίνουν στο κοινό καλό.

Συγκαλυμμένη ή γκρίζα διαφήμιση: Η προβολή ενός προϊόντος όχι στον προβλεπόμενο διαφημιστικό χώρο και χρόνο, αλλά κατά τη διάρκεια της κανονικής ροής κινηματογραφικών ταινιών, τηλεοπτικών σειρών, μουσικών εκπομπών ή ηλεκτρονικών παιχνιδιών ως «τυχαίο» στοιχείο του

σκηνικού ή του σεναρίου. Στα έντυπα μέσα ενημέρωσης, εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή είδησης και ονομάζεται advertorial = advertisement + editorial).

Σύγκρουση πολιτισμών: Όρος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1996 από τον πολιτικό επιστήμονα Σάμουελ Χάντινγκτον (Samuel Phillips Huntington) στο ομώνυμο βιβλίο του. Ο Χάντινγκτον υποστηρίζει ότι, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι βασικές αιτίες των πολέμων δεν θα είναι ιδεολογικές και οικονομικές, αλλά πολιτιστικές.

Συμβιβασμός: Η παραίτηση ενός ανθρώπου από θεμιτές διεκδικήσεις ή η υποχώρηση από τις ηθικές του αρχές, με αποκλειστικό σκοπό το προσωπικό όφελος.

Συμμετοχή στα κοινά: Η έμπρακτη -άμεση ή έμμεση- παρέμβαση των πολιτών στη δημόσια ζωή, με σκοπό την αντιμετώπιση των ζητημάτων που τους αφορούν.

Συμμόρφωση (η): Η προσαρμογή ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας σε επιβεβλημένους κανονισμούς, η οποία αίρει κάθε διάθεση για αυτενέργεια.

Συναγωνισμός: Η ευγενής προσπάθεια που καταβάλλει ένας άνθρωπος (σε ατομικό ή σε συλλογικό επίπεδο) για να διακριθεί (να υπερτερήσει) μεταξύ άλλων σε μια δραστηριότητα.

Συνδικαλισμός: Το κίνημα που αποβλέπει στη συνένωση εργαζομένων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα, προκειμένου να προασπίσουν τα κοινά εργασιακά τους συμφέροντα.

Συνέπεια (η): Η συμφωνία των απόψεων και των ιδεών ενός ανθρώπου με τις αποφάσεις και τις πράξεις του.

Σύνταγμα (το) (πολιτική ζωή): Ο θεμελιώδης νόμος στον οποίο περιέχονται οι βασικές αρχές και κανόνες που διέπουν τη συγκρότηση και την άσκηση της κρατικής εξουσίας και της κοινωνικής συμβίωσης, διασφαλίζοντας την πολιτική ενότητα μιας κοινωνίας.

Συντηρητισμός: Η στάση ζωής που τάσσεται υπέρ της διαφύλαξης της παράδοσης σε όλους τους τομείς της ζωής και αντιμετωπίζει με επιφύλαξη κάθε νεωτερισμό.

Σφαγή της νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου: Τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Αυγούστου του 1572, στο Παρίσι, ο φτωχός όχλος των Καθολικών ξεσηκώνεται εναντίον των ευκατάστατων Ουγενότων (των Προτεσταντών) και αρχίζει μια άνευ προηγουμένου σφαγή, που διήρκεσε μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου! 70.000 Ουγενότοι σφαγιάζονται και οι περιουσίες τους λεηλατούνται. Αν και η σφαγή παρουσιάστηκε ως «αυθόρμητη» μαζική εξέγερση, ουσιαστικά ήταν μια μεθοδικά προετοιμασμένη φανατική αντίδραση από την βασιλική οικογένεια, η οποία κινδύνευε να χάσει την εξουσία της.

Σχολείο (το): Ο θεσμικά οριοθετημένος χώρος, στον οποίο μια κοινότητα ανθρώπων (καθηγητές και μαθητές) μοιράζεται την εμπειρία της μάθησης, με σκοπό οι μαθητές να διευρύνουν τη γνώση τους, να διαμορφώσουν σταθερές ηθικές αρχές, να αποκτήσουν δεξιότητες, να συνεργάζονται

δημιουργικά, να αναπτύξουν κοινούς στόχους και να μάθουν πώς να μαθαίνουν.

Σχόλη (η): Ο μη εργάσιμος χρόνος που διαθέτουμε για ανάπαυση και χαλάρωση.

Σωματική τιμωρία παιδιών (1): Είναι η πράξη τιμωρίας που προκαλεί πόνο ή σωματική δυσφορία σε ανήλικο, με σκοπό τον σωφρονισμό ή τον έλεγχο της συμπεριφοράς του.

Σωματική τιμωρία παιδιών (2): Είναι οποιαδήποτε πράξη τιμωρίας ενός παιδιού, η οποία αν απευθυνόταν σε ενήλικα θα συνιστούσε παράνομη επίθεση. Η σωματική τιμωρία είναι πάντοτε ταπεινωτική. Επιπλέον, υπάρχουν άλλες μη σωματικές μορφές τιμωρίας οι οποίες μπορεί να είναι απάνθρωπες και ταπεινωτικές. Αυτές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τιμωρίες που μειώνουν, ταπεινώνουν, υποτιμούν, καθιστούν εξιλαστήριο θύμα, απειλούν, φοβίζουν ή γελοιοποιούν το παιδί.

Σώφρων (ο, η): Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άνθρωπο του οποίου οι σκέψεις και οι πράξεις βασίζονται στη γνώση της πραγματικότητας, στην ευθυκρισία και στην αίσθηση του μέτρου.

Ταγός (ο): Ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός αρχηγός των αρχαίων Θεσσαλών. Πνευματικός αρχηγός, καθοδηγητής.

Ταυτότητα ενός λαού: Το σύνολο των εθνικών αξιών και των παραδόσεων ενός λαού που προσδιορίζουν την ιδιαιτερότητά του και τον διαφοροποιούν από όλους τους άλλους.

Ταυτότητα του ανθρώπου: Το σύνολο των ιδιαίτερων πνευματικών, ηθικών και συναισθηματικών γνωρισμάτων των ενός ανθρώπου, που τον διαφοροποιούν από τους συνανθρώπους του καθιστώντας τον μοναδική προσωπικότητα.

Τεκμαρτό Εισόδημα: Το εισόδημα που προκύπτει από υπολογισμούς οι οποίοι γίνονται βάσει δεδομένων, όπως είναι οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες, η απόκτηση ενός περιουσιακού στοιχείου ή ακόμα και η κατοχή ενός περιουσιακού στοιχείου. Ο όρος αντιδιαστέλλεται με το πραγματικό εισόδημα.

Τεκμήρια (λογική): Τα πραγματικά στοιχεία (παραδείγματα, ιστορικά γεγονότα, περιστατικά από την καθημερινή ζωή, αποτελέσματα πειραμάτων, μετρήσεων ή ερευνών, γενικά αποδεκτές διαπιστώσεις) που χρησιμοποιούμε για να υποστηρίξουμε ή να ενισχύσουμε μια γνώμη (συμπέρασμα).

Τεκμήρια (οικονομία): Τα πραγματικά στοιχεία με βάση τα οποία το κράτος προσπαθεί να προσδιορίσει τα πραγματικά εισοδήματα του πολίτη. Τα τεκμήρια διακρίνονται σε:

Τα τεκμήρια διαβίωσης: Αφορούν κατοχή περιουσιακού στοιχείου, και εφαρμόζονται όσο διαρκεί η κατοχή του περιουσιακού στοιχείου. Τέτοιου είδους τεκμήριο είναι η κατοχή ΕΙΧ ή μικτής χρήσης αυτοκινήτου, μοτοσικλέτας, σκάφους αναψυχής, ελικοπτέρου, αεροσκάφους, δεξαμενής κολύμβησης (πισίνας), ή χρήση δευτερεύουσας κατοικίας και η διατήρηση οικιακού προσωπικού και πληρώματος σκαφών αναψυχής.

Τεκμήρια που γεννιούνται από περιστασιακά γεγονότα: Τα υπόλοιπα τεκμήρια συνίστανται. στην πραγματοποίηση μιας περιστασιακής πράξης, κατά την περίοδο για την οποία υπάρχει η υποχρέωση υποβολής δήλωσης, όπως είναι το ποσό που δαπανήθηκε για την αγορά ενός αυτοκινήτου, ενός ακινήτου, μιας επιχείρησης κτλ.

Τέχνη (η): Η ελεύθερη και δημιουργική έκφραση, που με τα έργα της προκαλεί αισθητική συγκίνηση και απελευθερώνει τον άνθρωπο από τα δεσμά των καθημερινών συμβάσεων και της μετριότητας.

Τεχνητές (πλασματικές) ανάγκες: Οι ανάγκες που έντεχνα υποβάλλει η διαφήμιση, ώστε να φαίνονται σαν πραγματικές μας επιθυμίες.

Τεχνητή (τυπική) γλώσσα: Η γλώσσα που διακρίνεται από ακριβείς μαθηματικούς τύπους ή χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συμπεριφοράς ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή.

Τεχνοκράτης: Ο επιστήμονας ή ο πολιτικός που προτείνει λύσεις ή λαμβάνει αποφάσεις για ποικίλα κοινωνικά προβλήματα, με γνώμονα τα αριθμητικά (ποσοτικά) τους δεδομένα και όχι την ανθρώπινη διάστασή τους.

Τεχνοκρατικό πνεύμα: Η αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις των κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων μιας κοινωνίας πρέπει να βασίζονται στις λύσεις που προτείνουν οι τεχνοκράτες.

Τεχνολογία (η): Το σύνολο των μεθόδων, των εργαλείων, των υλικών και των δεξιοτήτων, με την αξιοποίηση των οποίων μπορούμε να παράγουμε προϊόντα, να λύνουμε προβλήματα, να καλύπτουμε ανάγκες και να ικανοποιούμε επιθυμίες.

Τηλεοπτικός αναλφαβητισμός: Η αδυναμία του ανθρώπου να αναλύσει τα μηνύματα των τηλεοπτικών εικόνων και να ανιχνεύσει σ’ αυτά την προπαγάνδα, τη λογοκρισία και τη μεροληψία στην παρουσίαση των ειδήσεων και τον σχολιασμό της δημόσιας ζωής.

Τιενανμέν (^^Π^®): Σ’ αυτή την πλατεία με την τόσο ποιητική ονομασία (Πύλη της ουράνιας γαλήνης) της πόλης Μπεϊτσίνγκ, διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα εγκλήματα. Στις 3 Ιουνίου του 1989, στρατιώτες και τανκς της 27ης και 28ης στρατιάς άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως κατά των συγκεντρωμένων φοιτητών και διανοουμένων που διαδήλωναν εναντίον του αυταρχικού κινεζικού καθεστώτος, σκοτώνοντας 3.000 περίπου ανθρώπους. Το μακελειό αυτό (οι ανεπίσημες μαρτυρίες κάνουν λόγο για 5.000-6.000 νεκρούς) η κινεζική κυβέρνηση το χαρακτήρισε «περιστατικό».

Τόλμη (η): Η ψυχική δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο να έρθει αντιμέτωπος με τις δυσκολίες ή τα προβλήματα που συναντά κατά την προσπάθεια να επιτύχει ένα στόχο.

Τουρισμός: Η προγραμματισμένη και προσωρινή μαζική μετακίνηση ανθρώπων σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τον τόπο διαμονής τους, με σκοπό την αναψυχή.

Τουριστική βιομηχανία: Το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων (διαμονή, εστίαση, διασκέδαση κτλ) που σχετίζονται με την οικονομική αξιοποίηση του τουρισμού.

Τραγέλαφος (ο): Φανταστικό ζώο, συνδυασμός τράγου και ελαφιού. Μεταφορικά, χρησιμοποιούμε τη λέξη για να χαρακτηρίσουμε μια παράλογη κατάσταση, όπου αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία δημιουργούν σύγχυση.

Υπακοή (η): Η συμμόρφωση ενός ατόμου ή μιας κοινωνικής ομάδας προς Υ τις υποδείξεις, τις επιθυμίες ή τις προσταγές μιας τυπικής ή άτυπης

εξουσίας.

Υπερκείμενο (hypertext): Ο μη γραμμικός τρόπος παρουσίασης και οργάνωσης των πληροφοριών (κειμένων και εικόνων) σε μια ιστοσελίδα, με τη βοήθεια κατάλληλων συνδέσμων (hyperlinks).

Υπεροψία (η): Η ιδιότητα του ανθρώπου ο οποίος με τη συμπεριφορά του επιδεικνύει περιφρόνηση και υποτίμηση των συνανθρώπων του.

Υπερπληροφόρηση (η): Η μετάδοση τεράστιου όγκου πληροφοριών από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (έντυπα, ηλεκτρονικά, ψηφιακά), σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται δύσκολη για τον άνθρωπο ή ακόμη και αδύνατη η επεξεργασία, η αφομοίωση και ο έλεγχος της αξιοπιστίας τους. Ο όρος εισήχθη από τον Αμερικανό συγγραφέα και μελλοντολόγο Άλβιν Τόφλερ (Alvin Toffler), οποίος υποστηρίζει ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης -και με την καθοριστική συμβολή του διαδικτύου (Internet)- αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς η ποσότητα των μεταδιδόμενων πληροφοριών. Αυτή η δραματική αύξηση του όγκου τους και η αμφίβολης αξίας, συχνά, ποιότητά τους ενέχει τον κίνδυνο της παραπληροφόρησης.

Υπευθυνότητα (η): Η επίγνωση των ορίων της ελευθερίας μας.

Υποκρισία (1): Η απόκρυψη των πραγματικών σκέψεων και προθέσεων του ανθρώπου ο οποίος προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή διακηρύττει αξίες στις οποίες δεν πιστεύει.

Υποκρισία (2): Η εκδήλωση ανύπαρκτων συναισθημάτων ή συμπεριφορών που δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές διαθέσεις του ανθρώπου.

Υποκριτής: Ο άνθρωπος που προσποιείται ανύπαρκτα συναισθήματα ή συμπεριφέρεται με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές του διαθέσεις.

Υπόληψη (η): Η βαθύτατη εκτίμηση και ο σεβασμός που έχουμε για έναν άνθρωπο ή μια ιδέα.

Υποσκελίζω: Προσπαθώ με αθέμιτα μέσα να καταλάβω ένα αξίωμα το οποίο κανονικά ανήκει ή πρέπει να αποδοθεί σε κάποιον άλλο.

Υποτελής (η): Χώρα ή περιοχή που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από κάποια άλλη.

Υστεροβουλία: Η συγκάλυψη των ιδιοτελών στόχων με την προβολή μιας έντονα φιλικής διάθεσης προς τους άλλους.

Φαλκίδευση (η): Η μεθοδική υπονόμευση (αποδυνάμωση, περιορισμός) Φ κατακτημένων και νόμιμων δικαιωμάτων.

Φαλκιδεύω: Υπονομεύω, αποδυναμώνω, αλλοιώνω έντεχνα την ουσία αρχών ή θεσμών, περιορίζω νόμιμα δικαιώματα.

Φανατισμός: Η τυφλή πίστη σε μια ιδέα που οδηγεί στο μίσος για κάθε διαφορετική άποψη.

Φαρισαϊσμός: Η στάση ζωής του ανθρώπου, που χαρακτηρίζεται από προσποιητό και υστερόβουλο σεβασμό των ηθικών αξιών.

Φασισμός: Το πολιτικοκοινωνικό σύστημα της άκρας δεξιάς, με έντονα αυταρχικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, που καταργεί τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία και βασίζεται στο μονοκομματισμό και στον ολοκληρωτισμό.

Φαφλατάς: Ο άνθρωπος που είναι φλύαρος και μιλάει απερίσκεπτα και ανόητα.

Φερέφωνο (το): Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου (κοινωνικής ομάδας ή εντύπου) που δεν έχει ή δεν προβάλλει δική του γνώμη, αλλά προβάλλει άκριτα τις απόψεις εκείνων που τον καθοδηγούν.

Φήμες (πληθυντικός): Οι ανεπιβεβαίωτες αφηγήσεις ή ερμηνείες γεγονότων που διαδίδονται μεταξύ των ανθρώπων σχετικά με ζητήματα ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος.

Φημολογία (η): Η σκόπιμη (και συστηματική) διάδοση φημών σχετικά με ζητήματα ευρύτερου δημόσιου ενδιαφέροντος (πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά), με αποκλειστικό στόχο τον επηρεασμό και την καθοδήγηση της κοινής γνώμης. Η φημολογία προϋποθέτει τη συνεργασία των μέσων ενημέρωσης και αποτελεί ισχυρό όπλο τόσο της πολιτικής επικοινωνίας όσο και της προπαγάνδας.

Φίλαθλος: Ο άνθρωπος που παρακολουθεί συστηματικώς αθλητικά γεγονότα και αγωνίσματα.

Φιλαλληλία (αλτρουισμός): Η αγάπη για τους ανθρώπους και ανιδιοτελής φροντίδα γι’ αυτούς.

Φιλαναγνώστης: Ο άνθρωπος που θεωρεί τη συστηματική ανάγνωση γραπτών κειμένων βασική πηγή γνώσης και αφετηρία για την πνευματική του καλλιέργεια.

Φιλαρέσκεια (η): Η επιθυμία και η προσπάθεια ενός ανθρώπου να αρέσει στους άλλους, να φαίνεται ωραίος.

Φιλοδοξία (αρρωστημένη, αχαλίνωτη, άμετρη, άκρατη): Η παθιασμένη και με οποιοδήποτε μέσο επιδίωξη ενός ανθρώπου να αποκτήσει φήμη (να αναδειχθεί).

Φιλοδοξία (η): Η επιδίωξη της δόξας, της φήμης, της ανάδειξης. Φιλοδοξία (με αρνητική σημασία): Η υπέρμετρη επιθυμία και προσπάθεια για προσωπική ανάδειξη και κοινωνική προβολή.

Φιλοδοξία (με θετική σημασία): Η θέληση και η προσπάθεια για επιτέλεση σημαντικών πράξεων και την επίτευξη υψηλών στόχων.

Φιλομάθεια (η): Η αγάπη του ανθρώπου για μάθηση, όχι με τη μορφή της άγονης συσσώρευσης ετερόκλητων πληροφοριών αλλά ως ανάγκη να διευρύνει τον ορίζοντα της γνώσης και της σκέψης του.

Φιλοξενία (η): Η πρόθυμη υποδοχή και η ανιδιοτελής παροχή στέγης, τροφής και περιποίησης σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους κατά την προσωρινή τους παραμονή σε ξένο χώρο.

Φολκλόρ (το): Η παραποίηση των παραδοσιακών λαϊκών στοιχείων της τέχνης ενός έθνους (μουσική, χορός, ενδυμασίες κτλ) με αποκλειστικό σκοπό την εμπορική-τουριστική εκμετάλλευσή τους.

Φονταμενταλισμός: Αντίληψη που υποστηρίζει την επιστροφή στις θεμελιακές αρχές μιας ιδεολογίας ή μιας θρησκείας ή ενός τρόπου ζωής. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται μέσα από ακραία συντηρητικές και δογματικές θέσεις. (Προέρχεται από την αγγλική λέξη fundamentalism).

Φοροαποφυγή: Είναι η εφαρμογή καλά σχεδιασμένων λογιστικών πρακτικών που αποτελούν απόρροια προσεκτικής μελέτης της εμπορικής νομοθεσίας, της φορολογικής πρακτικής, των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, δικαστικών και υπουργικών αποφάσεων, με μοναδικό στόχο τη μείωση της φορολογητέας ύλης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. Η φοροαποφυγή πραγματοποιείται στα πλαίσια ενός καλά μελετημένου φορολογικού σχεδιασμού, κατά τον οποίο δημιουργούνται διάφορα σενάρια και εναλλακτικές, μέχρι να προσδιοριστεί ο ελάχιστος δυνατός φόρος, συνήθως στα πλαίσια του νόμου. Διαφέρει από την έννοια της φοροδιαφυγής και ισορροπεί ανάμεσα στα πλαίσια ηθικού και νομίμου. Πρόκειται για τη μη καταβολή φόρου λόγω κενών στη νομοθεσία.

Φοροδιαφυγή (η): Η καθ’ οποιονδήποτε τρόπο παράνομη απόκρυψη φορολογητέας ύλης ενός φυσικού ή νομικού προσώπου. Θεωρείται παράνομη και έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά και συνιστά το αδίκημα τής μη καταβολή του οφειλόμενου φόρου με την παραβίαση ή καταστρατήγηση του νόμου. Μπορεί να εμφανιστεί με δύο τρόπους: Αποκρύπτοντας εισοδήματα από διάφορες πηγές με σκοπό την πληρωμή χαμηλότερου φόρου.

Εμφανίζοντας υπερβολικές ή πλαστές δαπάνες ώστε να επωφεληθεί από εκπτώσεις φόρου.

Η φοροδιαφυγή εντοπίζεται εύκολα σε εισοδήματα που προέρχονται από μισθωτές υπηρεσίες ή εκμετάλλευση ακινήτων, λόγω της ευκολίας διασταύρωσης στοιχείων (δηλαδή σύγκριση εσόδου από τον ένα συμβαλλόμενο και δαπάνης από το άλλο), ενώ είναι δύσκολο να εντοπισθούν σε πηγές όπως από ελευθέρια επαγγέλματα. Στις εμπορικές επιχειρήσεις συνήθως η φοροδιαφυγή αντιμετωπίζεται με επιτόπου ελέγχους, αλλά και διασταυρώσεις. Στις περιπτώσεις που είναι δύσκολη η διασταύρωση, υπολογίζεται ένα τεκμαρτό εισόδημα, ενώ κατά καιρούς αναπροσαρμόζονται τα τεκμήρια διαβίωσης.

Φορολογία των φυσικών και νομικών προσώπων: Είναι το «εργαλείο» που διαθέτει η Κυβέρνηση ενός Κράτους, προκειμένου να συγκεντρώσει έσοδα και να μπορέσει να ασκήσει το κυβερνητικό της έργο. Από την άλλη όψη του νομίσματος βρίσκονται οι δαπάνες (το κόστος εκτέλεσης του κυβερνητικού έργου) που στηρίζονται στους πόρους που αποκομίζει το κράτος με τη φορολογική πολιτική που αποφασίζει να εφαρμόσει.

Φορολογική συνείδηση: Η επίγνωση του πολίτη ότι η ειλικρινής φορολογική του συμπεριφορά συμβάλλει στην επιτέλεση χρήσιμου κοινωνικού έργου απ’ αγαθώ όλων των πολιτών.

Φορολογικός παράδεισος (φορολογικό καταφύγιο): Με τον όρο αυτό, χαρακτηρίζονται γενικά χώρες-κράτη που έχουν θεσπίσει πολύ μικρές φορολογικές επιβαρύνσεις -ειδικά για ξένους επενδυτές.

Ορισμένα κράτη προκειμένου να προσελκύσουν ξένους επενδυτές, θέσπισαν ειδικούς φορολογικούς νόμους σύμφωνα με τους οποίους όποιος ξένος επενδυτής δημιουργήσει μια εταιρία με έδρα το έδαφός τους, θα καταβάλει πολύ μειωμένη φορολογία έναντι της προβλεπόμενης εκείνης στη χώρα της μόνιμης διαμονής του.

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, διάφορα άτομα, φυσικά ή ακόμη και νομικά πρόσωπα, ή και διεθνείς εταιρίες να καταφεύγουν σ’ αυτά τα κράτη και να δημιουργούν εταιρίες τις λεγόμενες «Οφ-σορ» εκ του αγγλικού όρου Offshore (= υπεράκτιες εταιρίες ή υπερπόντιες εταιρίες) με έδρα αυτούς τους «παραδείσους» με απώτερο σκοπό την μικρότερη δυνατή φορολογική τους επιβάρυνση, και κατ’ επέκταση την απαλλαγή φορολογίας τους από τη χώρα της μόνιμης διαμονής τους.

Ο όρος offshore σημαίνει μακράν των ακτών, επειδή όμως δημιουργήθηκε στην Αγγλία που είναι μια μεγάλη νήσος ο όρος αυτός κατ’ επέκταση σημαίνει «εκτός επικράτειας», και με αυτή την έννοια κατέληξε διεθνής όρος επιχειρηματικότητας εξωτερικού, και ειδικότερα γι’ αυτή που δημιουργείται σε «φορολογικό παράδεισο».

Φόρος εισοδήματος: Είναι ο φόρος που επιβάλλεται στο ετήσιο σύνολο των αποδοχών των φυσικών και νομικών προσώπων και οι οποίες προέρχονται από διάφορες πηγές, εργασία, εταιρεία, ακίνητα, μετοχές, τόκους κτλ.

Φρίττω: αισθάνομαι έκπληξη και συγχρόνως αποτροπιασμό, αηδία, φρίκη.

Φρόνημα (το) (1): Το σύνολο των πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων που έχει διαμορφώσει ένας άνθρωπος, οι οποίες προσδιορίζουν την κοινωνική και πολιτική του συμπεριφορά.

Φρόνημα (2): Η επίγνωση των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας, η οποία προσδιορίζει την ποιότητα της αγωνιστικής διάθεσης.

Ψηφιακή ανισότητα: Η κοινωνική, οικονομική και πνευματική ανισότητα που προκύπτει από την αδυναμία ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων να αποκτήσουν πρόσβαση στην ψηφιακή τεχνολογία και να αξιοποιήσουν σε προσωπικό και σε κοινωνικό επίπεδο τα οφέλη της κοινωνίας της πληροφορίας.

Ψηφιακή επανάσταση: Η ταχύτατη εξέλιξη και διάδοση των ψηφιακών συσκευών -κυρίως των ηλεκτρονικών υπολογιστών- η οποία άλλαξε ριζικά τον τρόπο επικοινωνίας των ανθρώπων, τον τρόπο σκέψης, τις καθημερινές συνήθειες και γενικότερα τον τρόπο ζωής μας.

Ψηφιακό βιβλίο (E-book): Η ψηφιακή έκδοση ενός τυπωμένου βιβλίου, το οποίο μπορεί να διαβαστεί στην οθόνη ενός σταθερού ή φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή ή να αποτελέσει αντικείμενο επεξεργασίας από τον αναγνώστη.

Ψηφιακό χάσμα: Η άβυσσος που χωρίζει τις χώρες που αξιοποιούν την ψηφιακή τεχνολογία, και κατ’ επέκταση τον πληροφοριακό πλούτο του διαδικτύου, από αυτούς που εκείνες που την αγνοούν.

Ψηφιακός αναλφαβητισμός: Η αδυναμία ή η άρνηση ενός ανθρώπου ή μιας κοινωνικής ομάδας να χρησιμοποιήσει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να επικοινωνήσει μέσω διαδικτύου αλλά και να αξιοποιήσει τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία.

Ψηφιακός αποκλεισμός: Κάθε προσπάθεια άμεσης ή έμμεσης παρεμπόδισης ανθρώπων ή κοινωνικών ομάδων να έχουν πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το διαδίκτυο καθώς και στον πλούτο των πληροφοριών που συνεπάγεται η αξιοποίησή τους.

Ψυχαγωγία (η): Η πνευματική και ψυχική ανάταση του ανθρώπου, η οποία προέρχεται από την ενεργό συμμετοχή του σε δημιουργικές δραστηριότητες (διάβασμα, αθλητισμός, παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων και κινηματογραφικών ταινιών και άλλων).

Ψυχοτρόπος (ουσία): Χαρακτηρίζεται μια φαρμακευτική ουσία που δρα στον ψυχισμό του ανθρώπου διεγερτικά ή κατασταλτικά, ή που προκαλεί ψυχικές διαταραχές.

Ψυχοφθόρος: Η δραστηριότητα ή η κατάσταση που διαφθείρει τις ηθικές και αισθητικές αξίες του ανθρώπου και καταβάλλει την αγωνιστική του διάθεση. Άρης Γιαβρής 7/9/2009

Ψυχρός Πόλεμος: Ο παρατεταμένος γεωπολιτικός, στρατιωτικός και οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1947-1991).

Ωμός (για άνθρωπο ή συμπεριφορά): Μεταφορικά: Ο άνθρωπος ή η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συναισθηματικής ή ηθικής καλλιέργειας.

Ωραιολογία (η): Ειρωνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε λόγους που ωραιοποιούν (εξωραΐζουν) μια δυσάρεστη κατάσταση.

Ωραιοπάθεια (η): Η τάση να θαυμάζει και να επιδεικνύει κανείς την ομορφιά του· η υπερβολική αυταρέσκεια.

Ωρύομαι: Βγάζω δυνατές και άγριες ή γοερές κραυγές εκφράζοντας έντονα συναισθήματα αγανάκτησης, οργής, πόνου κτλ.

Ωφελιμισμός: Η στάση ζωής του ανθρώπου που επιδιώκει αποκλειστικά το προσωπικό του όφελος αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους του.